“Ανοίκεια επίθεση”

Περίμενα να είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που θα δικαιολογούσαν τη μήνυση της Προέδρου του Αρείου Πάγου εναντίον μου. Όχι γιατί θα είχαν κάποια επιχειρήματα αλλά γιατί η κάθε μορφής εξουσία βρίσκει πάντα υποστηρικτές. Δεν με εξέπληξε, ασφαλώς, ο κ. Φαήλος Κρανιδιώτης που υποστήριξε ότι οι πάντες έχουν δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη και άρα και η κ. Β. Θάνου παραβλέποντας την ιδιότητα της μηνύτριας καθώς και το βάσιμο ή μη της μήνυσής της. Εντύπωση, όμως, μου προκάλεσε η θέση δύο δημοσιογράφων, κι αυτό λόγω της ιδιότητάς τους. Ο κ. Γ. Κυρίτσης της Αυγής μολονότι διαφωνούσε με τη μήνυση χαρακτήρισε την κριτική μου «αναιδή» και πρόσθεσε ότι ίσως έπρεπε να επιληφθεί ο Δικηγορικός Σύλλογος. Ο κ. Ν. Χατζηνικολάου προχώρησε ακόμη πιο πολύ. Θεώρησε ότι η κ. Β. Θάνου «αμύνθηκε σε μια ανοίκεια επίθεση που δέχθηκε» και έπλεξε το εγκώμιό της τόσο ως δικαστού όσο και ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού.

Σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες οι δημοσιογράφοι είναι διαπρύσιοι υποστηρικτές της ελευθερίας του λόγου. Είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει κανένας που δεν θα γελούσε αν του έλεγαν ότι υπάρχει πρόβλημα όταν χρησιμοποιείται ο χαρακτηρισμός «αφελής» και ασφαλώς κανένας δεν θα τολμούσε να προτείνει παρέμβαση του ΔΣΑ ή της δικαιοσύνης. Ο μεν κ. Γ. Κυρίτσης, αν το μέτρο της αναίδειας που υιοθέτησε το εφάρμοζε στα κείμενα που δημοσιεύει η εφημερίδα του, δεν θα προλάβαινε να «κόβει» άρθρα. Ο δε διαχρονικός συνεργάτης των κ. Γ. Κουρή και Γ. Τράγκα, κ. Ν. Χατζηνικολάου, αν το μέτρο της ανοίκειας επίθεσης που υιοθέτησε το εφάρμοζε στις εκπομπές και στα έντυπά του, τότε θα έπρεπε να εγκατασταθεί μονίμως στην Ευελπίδων για να αντιμετωπίζει μηνύσεις και αγωγές.

Ιδού το σχετικό απόσπασμα με την άποψη του κ. Ν. Χατζινικολάου

Posted in Uncategorized | 1 Comment

Απάντηση της Προέδρου του Αρείου Πάγου στους 14 καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Posted in Uncategorized | 2 Comments

ΝΟΜΙΚΑ ΕΩΛΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ

Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, κατέθεσε μήνυση εναντίον μου. Με εγκαλεί για εξύβριση και δυσφήμηση για επικριτικό σχόλιό μου που αναρτήθηκε στο ιστολόγιό μου, με αφορμή την επιστολή που απέστειλε, με την ιδιότητά της ως Προέδρου του Αρείου Πάγου, στους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου συγχέει την άσκηση κριτικής που αποτελεί απόλυτο δικαίωμα κάθε πολίτη, ιδιαίτερα όταν αφορά δημόσια πρόσωπα, με την εξύβριση και τη δυσφήμηση. Θα επανέλθω αναλυτικά σε όσα μου καταλογίζει στη μήνυσή της. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι ισχυρίζεται πως το περιεχόμενο του σχολίου μου ενείχε «μείωση του κύρους του αξιώματος, ήτοι αυτό της Προέδρου του Αρείου Πάγου, που η Πολιτεία μου ενεπιστεύθη και που δικαιούμαι να απολαμβάνω». Το αδίκημα της περιύβρισης αρχής έχει από το 1993 καταργηθεί και, προφανώς, το κύρος του δικού της αξιώματος και όλων των αξιωμάτων της ελληνικής πολιτείας δεν προστατεύεται από την έννομη τάξη.

Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου όφειλε να γνωρίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε ελληνική υπόθεση, στην Κατράμη κατά Ελλάδος, έχει αποφανθεί ότι ο χαρακτηρισμός «καραγκιόζης» για δικαστικό λειτουργό αποτελεί αξιολογική κρίση και προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα μπορούσα, επομένως, να χρησιμοποιήσω για την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου χαρκατηρισμούς ανάλογους με αυτούς που έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ. Δεν το έκανα, διότι είμαι προσεκτικός και ευπρεπής στους χαρακτηρισμούς μου. Το «αφελής» δεν αποτελεί ύβρη (ακούσατε σε κάποιο καφενείο να λέει κανείς «άντε ρε αφελή»;), είναι αξιολογική κρίση. Το ότι μιλά ως πολιτικάντης είναι ακόμη πιο φανερό ότι αποτελεί αξιολογική κρίση. Αμφότερες δε οι αξιολογικές κρίσεις στηρίζονται σε στέρεη γεγονοτική βάση, αυτή της επιστολής της Προέδρου του Αρείου Πάγου.

Εν ολίγοις, πρέπει να διαθέτει κάποιος πολύ πτωχά νομικά για να υποστηρίξει ότι το σχόλιό μου αποτελεί εξύβριση ή δυσφήμηση. Επ’ αυτού τόσο οι  συνάδελφοί μου Καθηγητές Νομικής όσο και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών οφείλουν να πάρουν θέση.

Σε όλο τον κόσμο, η δικαστική εξουσία είναι ιδιαίτερα ανεκτική στα επικριτικά σχόλια που δέχεται για ευνόητους λόγους, καθώς διαθέτει την εξουσία να φιμώνει οποιαδήποτε κριτική, τιμωρώντας τους πολίτες. Η άσκηση μήνυσης από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου σε Δικηγόρο για επικριτικά σχόλια είναι θεσμικά επικίνδυνη διότι, εκ των πραγμάτων, λειτουργεί εκφοβιστικά. Ζητεί από συναδέλφους της δικαστές να δικάσουν την υπόθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ειρωνεία είναι ότι προτείνει ως μάρτυρα έναν ακόμη δικαστή, την Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ας προσθέσουμε ότι με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει μόνη της πειθαρχική δίωξη κατά οποιουδήποτε δικαστή.

Ας μην ξεγελιόμαστε, αυτή η μήνυση πρέπει να πάει κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήμουν απαρηγόρητος, αν με εγκαλούσαν για παραβίαση δικαιωμάτων των άλλων. Όμως, ειλικρινά, όχι μόνο δεν είμαι απαρηγόρητος, αλλά αισθάνομαι μεγάλη τιμή για τη μήνυση που ασκήθηκε εναντίον μου από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Την θεωρώ, κατά κάποιο τρόπο, αναπόφευκτη συνέπεια των αγώνων που έχω δώσει στη ζωή μου.

Posted in Uncategorized | 11 Comments

Το Σύνταγμα και οι εξωκοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί

Με άρθρο τους στην εφημερίδα Καθημερινή (31 Οκτωβρίου 2015) οι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου Φ. Σπυρόπουλος και Γ. Γεραπετρίτης, ενόψει του κωλύματος εκλογιμότητας που έχει ο εκ των υποψηφίων για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας κ. A. Τζιτζικώστας, υποστήριξαν ότι, κατά το Σύνταγμα, αυτός αποκλείεται να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε περίπτωση που εκλεγεί αρχηγός εφόσον δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής. Κατά την άποψή τους, στην περίπτωση αυτή, η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος θα πρέπει να εκλέξει κάποιο μέλος της για την ανάθεση της διερευνητικής εντολής με αποτέλεσμα το Σύνταγμα να «ανέχεται», λένε, έναν δυϊσμό μεταξύ του μη κοινοβουλευτικού αρχηγού του κόμματος και του κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού.

Φυσικά το «ανέχεται» δεν είναι ακριβές. Κατά την άποψή τους, το Σύνταγμα επιβάλλει ασυμβίβαστο μεταξύ μη κοινοβουλευτικού αρχηγού κόμματος και πρωθυπουργού. Μολονότι στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα ο Πρωθυπουργός είναι συνήθως μέλος του Κοινοβουλίου είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι η ιδιότητα του βουλευτή αποτελεί απαράβατο όρο για τον διορισμό του. Το ίδιο το Σύνταγμά δεν αποκλείει τη δυνατότητα μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού (περιπτώσεις Ξ. Ζολώτα και Λ. Παπαδήμου) κατά το στάδιο που έπεται των διερευνητικών εντολών. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ο διορισμός μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού αποτελεί εξαίρεση, επιτρέπεται μόνο «ως τελευταίο καταφύγιο για τον σχηματισμό βιώσιμης πολιτικής κυβέρνησης». Έτσι, όμως, δημιουργείται το εξής παράδοξο: να μην επιτρέπεται να διορισθεί Πρωθυπουργός ο εξωκοινοβουλευτικός αρχηγός κόμματος κατά τη φάση των διερευνητικών εντολών, να μην αποκλείεται, όμως, ο ίδιος να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μετά το στάδιο των διερευνητικών εντολών.

Ο αποκλεισμός της δυνατότητας μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού δεν είναι κάποια ήσσονος σημασίας συνταγματική ρύθμιση και φυσικά θα περίμενε κανείς να υπάρχει ρητή συνταγματική πρόβλεψη για το θέμα. Κι όμως τέτοια ρύθμιση δεν υπάρχει. Οι συγγραφείς την συνάγουν διαβάζοντας το άρθρο 37 παρ. 4, όπως αναθεωρήθηκε το 1986, το οποίο προβλέπει ότι «στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος». Θεωρούν ότι με τη διάταξη αυτή που θεσπίστηκε με την αναθεώρηση του 1986, επήλθε, ας σημειωθεί, χωρίς καν κάποια συζήτηση, ανεπαισθήτως, μια τόσο σημαντική συνταγματική τροποποίηση που αφορούσε τo θεσμό του Πρωθυπουργού.

Το κύριο επιχείρημά τους είναι η διατύπωση της διάταξης: «από τη διατύπωση της […] και την ένταξή της στη μηχανική του κοινοβουλευτικού συστήματος και της κομματικής δημοκρατίας συνάγεται ότι αποσκοπεί εκείνος που λαμβάνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή τη διερευνητική εντολή να είναι βουλευτής. Άλλως, η διάταξη δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα…» Με άλλα λόγια θεωρούν ότι εμμέσως θεσπίζεται ο αποκλεισμός του μη κοινοβουλευτικού Πρωθυπουργού, αλλιώς δεν έχει νόημα να επιβάλλεται πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας όταν υπάρχει αρχηγός του κόμματος, ο οποίος θα μπορούσε να πάρει την εντολή. Δηλαδή διά της εις άτοπον απαγωγής, της μη ύπαρξης άλλου νοήματος, συνάγουν ότι θεσμοθετήθηκε μια τόσο σημαντική αλλαγή.

Σπάνια, όμως, οι διατυπώσεις είναι μονοσήμαντες, γι’ αυτό άλλωστε και η γραμματική ερμηνεία των κανόνων δεν οδηγεί μακριά. Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς διαφορετικό νόημα σε αυτή τη διατύπωση από αυτόν που προτείνουν οι συγγραφείς. Θα μπορούσε π.χ. εύλογα να υποστηρίξει ότι σε περίπτωση μη εκλογής βουλευτή του αρχηγού ενός κόμματος, κάτι οπωσδήποτε ασυνήθιστο, δίνεται η δυνατότητα στη κοινοβουλευτική ομάδα που θα κληθεί να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης να επιβεβαιώσει αν θα προτείνει τον μη εκλεγέντα αρχηγό ή θα επιλέξει άλλο πρόσωπο για να λάβει την εντολή. Αν ο αρχηγός δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, το Σύνταγμα επιτάσσει να υπάρχει πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Δεν υποστηρίζω ότι με αυτή την ερμηνεία η διάταξη καθίσταται σοφή αλλά μου φαίνεται προτιμότερη από μια ερμηνεία που εμμέσως οδηγεί στην θεσμοθέτηση μιας σημαντικής οργανωτικής αρχής.

Κατά την άποψή μου, λοιπόν, το Σύνταγμα δεν φράζει στον κ. Α. Τζιτζικώστα τον δρόμο προς το ύπατο αξίωμα. Μόνο η φρόνηση των ψηφοφόρων μπορεί…

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 4 Νοεμβρίου 2015

Posted in Uncategorized | 1 Comment

Πρόταση μομφής αμέσως

Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου δεν μπορεί να παραμένει Πρόεδρος της Βουλής. Είναι ακατάλληλη για να διευθύνει όχι τις εργασίες του νομοθετικού οργάνου αλλά οποιουδήποτε συλλογικού σώματος, ακόμη και μιας συνέλευσης ιδιοκτητών πολυκατοικίας. Τα συνεχή εριστικά και προσβλητικά σχόλιά της προς κάθε ομιλητή είναι ενδεικτικά της βαθιάς δυσανεξίας της προς το διάλογο και τη δημοκρατία, της απόλυτης αδυναμίας της να αντιληφθεί ότι είναι δυνατόν να υφίστανται απόψεις αντίθετες με τις δικές της. Την ανικανότητά της να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του θεσμικού της ρόλου εμμέσως την παραδέχθηκε και η ίδια, αφού στις δύο τελευταίες σημαντικές συνεδριάσεις της Ολομέλειας της Βουλής αρνήθηκε (ευτυχώς) να προεδρεύσει.

Εκτός από το γεγονός ότι μετατρέπει κάθε συνεδρίαση της Βουλής σε επεισοδιακή διαδικασία, η κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα ασκώντας προσωπική πολιτική, αντίθετη με αυτήν της κυβέρνησης. Η παιδαριώδης ιστορία με το χρέος είναι το πλέον τρανταχτό παράδειγμα. Τη στιγμή που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν για νέο δάνειο αυτή ζητούσε να αναγνωρισθεί το χρέος ως παράνομο με βάση τα προκαταρκτικά πορίσματα μιας γελοίας επιτροπής που συνέστησε. Έχει προβεί σε δηλώσεις βαθύτατα προσβλητικές προς τους εταίρους μας, πρωτοφανείς για πολιτειακό παράγοντα δημοκρατικού κράτους, που ασφαλώς θα ήταν ικανές να δημιουργήσουν διπλωματικές διαμαρτυρίες και να δυσχεράνουν τη διεθνή θέση της χώρας αν δεν αντιμετωπίζονταν με συγκατάβαση από τους ξένους.

Το τελευταίο επεισόδιο ήταν η άρνησή της να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, όπως είχε ζητήσει ο Πρωθυπουργός. Στοιχειώδης συνέπεια θα επέβαλλε να συνοδεύσει αυτή την άρνηση με την παραίτησή της. Δεν νοείται Πρόεδρος της Βουλής να αντιτίθεται στη βασική πολιτική της κυβέρνησης. Η κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου, όμως, όπως ακριβώς ο Λαφαζάνης και οι ομοϊδεάτες του υπουργοί, δεν φαίνεται διατεθειμένη να εγκαταλείψει με τη θέλησή της το θώκο της. Η συνταγματική τάξη επιβάλλει να κινηθεί αμέσως η διαδικασία αντικατάστασής της με την υποβολή πρότασης μομφής εναντίον της.

Η κυβέρνηση, άβουλη και αναβλητική – όπως με όλα τα ζητήματα –, διστάζει να πράξει το προφανές. Φαίνεται να κάνει λογαριασμούς και να νομίζει ότι αναβάλλοντας τη ρήξη μπορεί κάτι να κερδίσει. Δεν καταλαβαίνει ότι η προσπάθεια συνύπαρξης δεν οδηγεί μακριά, ακόμη και με αριθμητικούς όρους. Οι δυνατότητες αύξησης της δύναμής της με την ενσωμάτωση έξαλλων και αντιδραστικών στοιχείων είναι περιορισμένες και το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να την απομονώνουν από τα ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, την στήριξη των οποίων έχει ανάγκη.

Λάθος λογαριασμούς κάνει και η αντιπολίτευση που διστάζει να προχωρήσει στη συλλογή των 50 υπογραφών που απαιτούνται για την κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον της Προέδρου της Βουλής. Πρυτανεύουν σκέψεις του τύπου: τι θα γίνει αν η πρόταση δεν υπερψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν περάσει; Δεν θα ενισχυθεί η θέση της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου σε αυτή την περίπτωση; Μήπως είναι καλύτερα να επικρέμεται η απειλή της πρότασης μομφής ώστε να αποφύγουμε ακραίες ενέργειες εκ μέρους της; Πρόκειται για σκέψεις μικροπολιτικών υπολογισμών που χάνουν τη γενική εικόνα και τη θέση που πρέπει να κρατήσει η αντιπολίτευση.

Η αντιπολίτευση (ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) στηρίζει την κυβέρνηση στην εθνική προσπάθεια για παραμονή της χώρας στην Ευρώπη και το ευρώ. Το νέο Μνημόνιο είναι το προαπαιτούμενο αυτής της προσπάθειας και, επομένως, η ψήφισή του είναι αυτονόητη. Οι όροι του, για τους οποίους την αποκλειστική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση, δεν μπορούν σήμερα να αμφισβητηθούν· είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη χώρα. Θα γίνουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης στο μέλλον. Η στήριξη, όμως, αυτή προφανώς περνά μέσα από ένα αδυσώπητο μέτωπο προς τις δυνάμεις που επιδιώκουν την εξαθλίωση της χώρας.

Η πρόταση μομφής εναντίον της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου αποτελεί θέμα τιμής για τον κοινοβουλευτισμό στη χώρα μας. Όποια και να είναι η τύχη της πρέπει επίσημα μέσα στη Βουλή να ακουστούν και να καταγραφούν οι καταγγελίες εναντίον της. Συγχρόνως η πρόταση μομφής δείχνει καθαρά την θέση της αντιπολίτευσης, το μέτωπό της προς τις αντιδραστικές δυνάμεις, και θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ προ των ευθυνών του. Τον βοηθά να αντιληφθεί μια ώρα αρχύτερα με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.

Posted in Uncategorized | Leave a comment

Να παραιτηθεί η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

Η νεοδιορισθείσα Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, πρώην συνδικαλίστρια, κ. Βασιλική Θάνου, προέβη σε μια πρωτοφανή για δικαστικό λειτουργό ενέργεια. Απέστειλε σε όλους τους Προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΕ επιστολή για να τους ενημερώσει “κατά τρόπο αντικειμενικό, αμερόληπτο και ειλικρινή, όπως επιβάλει η δικαστική μου ιδιότητα αναφορικά με τις θέσεις του ελληνικού λαού και με την κατάσταση της Ελλάδος.” Στην επιστολή της προβαίνει σε σωρεία πολιτικών κρίσεων από την ερμηνεία της ψήφου στο δημοψήφισμα μέχρι την εκτίμηση για την πολιτική των Μνημονίων και την άποψη ότι οι Έλληνες δεν φέρουν ευθύνη αλλά μόνο οι κυβερνήσεις.

Ιδού ένα απόσπασμα της επιστολής:

“Ο ΄Ελληνες δεν επιθυμούν μία λύση που θα είναι σε βάρος των λαών των άλλων λαών-μελών της Ευρωζώνης, όπως, επίσης ανακριβώς, θέλουν να εμφανίζουν ορισμένοι από τους ευρωπαίους πολιτικούς για να είναι αρεστοί στους δικούς τους ψηφοφόρους, αλλά αναμένουν από τους ευρωπαίους εταίρους να επιτευχθεί με την ελληνική κυβέρνηση μία συμφωνία, η οποία θα προβλέπει ρύθμιση του ελληνικού χρέους κατά τρόπο που να επιφέρει ανάπτυξη της οικονομίας και μείωση της ανεργίας. Αναμένουν από τους ευρωπαίους εταίρους να σκεφθούν όχι μόνο τους αριθμούς και τα οικονομικά μεγέθη, αλλά και της ηθικές αξίες που επιβάλλει η Ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης.”

Αυτά δεν τα λέει κάποιος πολιτικός αλλά η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου σε συναδέλφους της δικαστές. Είναι φανερό ότι όχι μόνο δεν κατανοεί την επιταγή  της αποχής της ιδίας από πολιτικές κρίσεις αλλά είναι τόσο αφελής ώστε δεν υποψιάζεται καν ότι οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους διαπιστώνοντας ότι ανώτατος δικαστικός λειτουργός μιλά ως πολιτικάντης.

Η επιστολή της κ. Θάνου καταβαραθρώνει τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς, εκθέτει την χώρα μας και μας ευτελίζει πολιτισμικά. Δεν μπορεί να παραμένει στη θέση της. Περιμένω την αντίδραση των ακέραιων δικαστών της χώρας μας. Να βγουν μπροστά και να πουν ότι ντρέπονται για το συμβάν και να ζητήσουν την παραίτησή της. Το ίδιο να κάνουν και οι επιφανείς και ακέραιοι πρώην δικαστές. Μετά από αυτή την επιστολή δεν μπορεί να ανεβεί στην έδρα.

Posted in Uncategorized | 6 Comments

Ζήτημα αξιοπρέπειας

Η συμπεριφορά της Προέδρου της Βουλής κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου προκαλεί καθημερινά δικαιολογημένες αντιδράσεις. Βασικά προσόντα που απαιτεί ο θεσμικός της ρόλος, όπως συναίνεση, αμεροληψία, ουδετερότητα, είναι τελείως ξένα  στην πολιτική πρακτική της, με αποτέλεσμα να έχει μετατρέψει το βάθρο της Βουλής σε βήμα εμπάθειας, κομματικής προπαγάνδας και προσωπικής προβολής. Ο στόμφος και τα σχόλια με τα παιδαριώδη στερεότυπα που χρησιμοποιεί ασφαλώς δεν έχουν προηγούμενο σε πολιτισμένη χώρα.

Η γελοιωδέστερη αλλά όχι και ακίνδυνη ιστορία της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου είναι ασφαλώς η επονομαζόμενη, κατά τα πρότυπα της οργουελιανής ορολογίας, «Επιτροπή Αληθείας Δημοσίου Χρέους». Με προσωπική της απόφαση, χωρίς συνεννόηση με κανένα κόμμα, συγκρότησε, άγνωστο με ποιο τρόπο και κριτήρια μια πολυπληθή επιτροπή από ανθρώπους που ακόμη και σήμερα ουδείς γνωρίζει την επιστημονική τους επάρκεια, η οποία υποτίθεται θα διερευνούσε τη νομιμότητα του χρέους. Από την πρώτη παρουσίαση έγινε φανερό ότι τόσο η ίδια όσο και τα μέλη της επιτροπής θεωρούσαν το χρέος παράνομο και φυσικά δεν θα έκαναν τίποτα άλλο από το να προπαγανδίσουν την ήδη διαμορφωμένη άποψή τους.

Υποθέτω ότι δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις ή ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς ότι τα «πορίσματα» αυτής της επιτροπής δεν έχουν απολύτως κανένα νομικό αντίκρισμα. Κι όμως, η πτυχιούχος νομικής Πρόεδρος της Βουλής σοβαρολογούσε όταν δήλωνε ότι πρέπει να ζητήσουμε αναστολή πληρωμών μέχρι να τελειώσει τις «εργασίες» της αυτή η επιτροπή. Εν τω μεταξύ, αυτή την εβδομάδα, ενάμιση μήνα μετά τη συγκρότηση της επιτροπής, ανακοινώθηκε το προκαταρκτικό συμπέρασμα των εργασιών της, το οποίο φυσικά δεν εξέπληξε κανέναν: το σύνολο του χρέους θα μπορούσε να κηρυχθεί παράνομο, επαχθές και επονείδιστο. Με αυτό το πυρηνικό όπλο η κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου απεφάνθη ότι δεν φέρουμε καμία ευθύνη και ουσιαστικά καλεί να αρνηθούμε την πληρωμή του «παράνομου» χρέους.

Δεν θα σταθώ στον πολιτικό σουρεαλισμό του θέματος ότι όλα αυτά συμβαίνουν όταν εναγωνίως η χώρα επιδιώκει μια συμφωνία περεταίρω χρηματοδότησης με τους εταίρους, η οποία έχει καταστεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Με ενδιαφέρει η παιδαριώδης αντίληψη που καλλιεργείται και αναδύεται από αυτή την ιστορία: όταν ένα κράτος αδυνατεί να πληρώσει τα δανεικά του φτιάχνει μια επιτροπή «αληθείας» για το δημόσιο χρέος, το ανακηρύσσει παράνομο και έτσι απεκδύεται πάσης ευθύνης. Φυσικά, σε οποιοδήποτε διεθνές forum, επιχειρήσει κανείς να αναπτύξει αυτή την αντίληψη θα θεωρηθεί άνευ ετέρου παράφρων. Η ελληνική κοινή γνώμη, όμως, έχει κατά καιρούς ακούσει τόσες πολλές ανοησίες, από τα 600 δις του Σώρρα μέχρι τα λεφτά των Ρώσων και των Κινέζων (χωρίς να λογαριάζουμε τους υδατάνθρακες ή τις προκαταβολές του αγωγού), ώστε τα πάντα να μοιάζουν εύλογα.

Μπορεί κάποιος να περιέλθει σε δυσχερή θέση, μπορεί να καταλήξει να χρωστά τόσα πολλά ώστε να του είναι πολύ δύσκολο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αν θέλει, όμως, να αντιμετωπίσει την κατάστασή του με αξιοπρέπεια δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πάνω από όλα τη δική του ευθύνη. Στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια κρίσης κάποιοι συνεχίζουν να αναζητούν με κάθε τρόπο την μετάθεση ευθυνών χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια από το να λογίζεται κάποιος ανεύθυνος. Αυτή ακριβώς την προσβολή και αναξιοπρέπεια εκπέμπει όλη η ιστορία της επιτροπής της κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου και γι’ αυτό παρόλα τα γελοία χαρακτηριστικά της πρέπει να καταγγελθεί ως μια επιχείρηση ενσυνείδητης υποβάθμισης του πολιτισμικού επιπέδου του λαού μας.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή, στις 21 Ιουνίου 2015

Posted in Αρθρογραφία στον Τύπο | Leave a comment

Δεν υπάρχει κοπόμετρο;

Russian

Ο υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς θεώρησε πρέπον να απαντήσει σε επικριτικό για το πρόσωπό του κείμενο δημοσιογράφου ασκώντας με τη σειρά του κριτική στο πρόσωπο του συγγραφέα. Αντιπαρέρχομαι την πρωτοφανή για υπουργό δυσανεξία στη δημόσια κριτική καθώς και τα ευφυολογήματα περί ψυχολογίας, καταθλίψεως και επίδειξης φάτσας για να βγάλουμε συμπεράσματα («ο κ. Φαληρεύς δεν έχει ευαρεστηθεί να μας χαρίσει το προνόμιο της δικής του φάτσας») και θα σταθώ στο μοναδικό σημείο που διεκδικεί να αντιμετωπισθεί ως επιχείρημα και συγκεκριμένα στον ισχυρισμό του ότι δεν υπάρχει «κοπόμετρο». Ιδού το σχετικό απόσπασμα: «Αυτό που δεν είναι δικαίωμα του κ. Φαληρέα είναι να απομονώσει φράσεις και να συνάγει συμπεράσματα. Του έκανε εντύπωση που ο Μπαλτάς είπε ότι “δεν έχει νόημα η μέτρηση του κόπου”, εννοώντας βέβαια ότι μετράμε την διδασκαλία και το αποτέλεσμα. Εκτός αν ο Φαληρεύς έχει εφεύρει το… κοπόμετρο. Για να κάνουμε λιανά. Προκειμένου να συγγράψει τα ομολογουμένως ευφυή κείμενά του ο κ. Κασιμάτης μπορεί να μοχθεί νυχθημερόν. Κάποιου άλλου, για ιδίας ποιότητας και οξυδέρκειας κείμενα, μπορεί να του αρκεί ένα δεκάλεπτο. Το θέμα είναι ότι εμείς το μόνο που μπορούμε να κρίνουμε και να “μετρήσουμε” είναι το τελικό κείμενο και όχι το πόσοι καφέδες, άγχος, νοητικός μόχθος και πιθανόν αντικαταθλιπτικά απαιτήθηκαν για την παραγωγή του».

Η μεγάλη φιλοσοφία που μας κάνει «λιανά» ο υπουργός έγκειται στην εμπειρική παρατήρηση ότι διαφορετικοί άνθρωποι χρειάζονται διαφορετικό κόπο-χρόνο για την παραγωγή ίδιου έργου. Από την παρατήρηση αυτή φαίνεται να βγάζει το συμπέρασμα ότι είναι μάταιο να προσπαθούμε να «μετρήσουμε» τον κόπο-χρόνο ενός έργου, δεν υπάρχει κοπόμετρο για αυτή τη μέτρηση.

Το συμπέρασμα του υπουργού προσκρούει σε μια άλλη αυτονόητη εμπειρική παρατήρηση: σε μια κοινωνία καθημερινά μετράμε τον χρόνο-κόπο παραγωγής κάθε έργου. Οταν φωνάζουμε έναν μπογιατζή να μας βάψει ένα δωμάτιο, υπολογίζουμε π.χ. ότι θα χρειαστεί μία ημέρα. Αν αυτός μας πει ότι χρειάζεται 10, εξαιτίας των καφέδων ή των καταθλιπτικών που παίρνει, θα τον συμπονέσουμε αλλά δεν θα του δώσουμε τη δουλειά. Ολη η οργάνωση εργασίας σε μια κοινωνία βασίζεται σε μέτρηση του μέσου κόπου-χρόνου που υπολογίζεται να ξοδέψει ο εργαζόμενος. Αλλά μήπως δεν το κάνουμε καθημερινά και στην Παιδεία; Στις εξετάσεις π.χ. δεν υπολογίζουμε πόσος χρόνος-κόπος χρειάζεται από τον μέσο μαθητή για να απαντήσει στα θέματα;

Θέλετε να δεχτούμε ότι ο υπολογισμός δεν είναι ακριβής; Να παραδεχτούμε ότι αυτός ο μέσος χρόνος-κόπος δεν είναι σταθερός αλλά αλλάζει ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τις τεχνολογικές ανακαλύψεις; Να δεχτούμε ακόμη ότι είναι ενδεχομένως ισοπεδωτικός ή και άδικος σε ορισμένες περιπτώσεις; Ο,τι θέλετε να δεχτούμε. Εκείνο που μου φαίνεται αδιανόητο είναι να ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να σταματήσουμε να μετράμε μέχρι να ανακαλυφθεί το κοπόμετρο.

Ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς μπορεί να πείσει όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ότι όντως οι διδακτικές μονάδες (δηλαδή οι ώρες διδασκαλίας) υπολογίζονται με ακρίβεια, αλλά μάλλον χρειάζεται κάτι περισσότερο από την έλλειψη κοπόμετρου για να τις πείσει ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τις πιστωτικές μονάδες (δηλαδή τον υπολογισμό του γενικού φόρτου του φοιτητή) και να περιοριστούν στον υπολογισμό του χρόνου διδασκαλίας. Και πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο υπολογισμός του φόρτου είναι που βάζει στο επίκεντρο τον φοιτητή ενώ οι ώρες διδασκαλίας δεν είναι τίποτα άλλο από μια διαδικαστικού τύπου πρόβλεψη.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 26 Μαΐου 2015

*Στη φωτογραφία φωτογραφία εγκατάστασης του έργου που παρουσίασε η Irina Nakhova στο ρωσικό περίπτερο, στη φετινή Μπιενάλε Σύγχρονης  Τέχνης της Βενετίας.

Posted in Αρθρογραφία στον Τύπο, Διάλογος | Leave a comment

Δημοψήφισμα χωρίς νόημα

Ασφαλώς δεν είναι σοβαροί, όταν μιλούν για δημοψήφισμα την ώρα που πασχίζουν να βρούν χρήματα για μισθούς και συντάξεις. Αμφιβάλλω αν και η ίδια η κυβέρνηση εννοεί στα σοβαρά την πρόταση για δημοψήφισμα με το ερώτημα «συμβιβασμός ή όχι». Η εντύπωσή μου είναι δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για μια τέτοια πρόταση και μόνο ως ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που αφορά περισσότερο τα μέλη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ παρά τη χώρα μπορεί να εξηγηθεί.

Αυτή προκύπτει αν αναλογιστούμε ότι σε περίπτωση δημοψηφίσματος η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση υπέρ ή κατά του ερωτήματος. Υποθέτω ότι δεν φαντάζεται ότι μπορεί να πει «εμένα το ίδιο μου κάνει, ας αποφασίσει ο λαός κι εγώ θα πράξω αναλόγως». Όποια θέση και να πάρει το δημοψήφισμα αποδεικνύεται άχρηστο. Αν προκρίνει τον συμβιβασμό, τότε είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτό είναι άχρηστο, αφού το αποτέλεσμά του είναι δεδομένο. Στο «όχι» μπορεί να συμπαραταχθούν μόνον οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, της ΧΑ και κάποιοι διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θέλει, επομένως, ιδιαίτερη σοφία για να προεξοφλήσει κανείς το αποτέλεσμα. Άρα στην περίπτωση αυτή το δημοψήφισμα όχι απλώς δεν θα χρησίμευε σε τίποτα αλλά θα έθετε σε δοκιμασία τις αντοχές της χώρας.

Ακόμη πιο άχρηστο, όμως, θα ήταν το δημοψήφισμα αν η κυβέρνηση πρότεινε στο λαό να αποφασίσει «όχι» στον συμβιβασμό. Με το που θα πρότεινε κάτι τέτοιο είναι φανερό ότι θα κατέρρεαν αμέσως οι τράπεζες και θα επιβάλονταν μέτρα στη κίνηση κεφαλαίων. Με άλλα λόγια, η ρήξη θα επέρχονταν πριν από οποιαδήποτε ψηφοφορία και όποιο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η κυβέρνηση ούτως ή άλλως θα χρεωνόταν την κατάρρευση και αν επακολουθούσε το δημοψήφισμα το μόνο που θα μπορούσε να της προσφέρει θα ήταν να κλονίσει ανεπανόρθωτα την εξουσία της.

Κανένα, λοιπόν, νόημα δεν έχει στις σημερινές συνθήκες το δημοψήφισμα και γι’ αυτό δεν νομίζω ότι πρόκειται να αποφασιστεί η διεξαγωγή του. Η κυβέρνηση ρίχνει την ιδέα για εσωτερική κατανάλωση. Γνωρίζει ότι υπάρχει μια μειοψηφία στο ΣΥΡΙΖΑ που επιλέγει την καταστροφή και θέλει να υπενθυμίσει ότι η λαϊκή βούληση είναι συντριπτικά αντίθετη. Οι διάφοροι, όμως, εσωκομματικοί υπολογισμοί μπορούν να εξυπηρετηθούν με ένα κομματικό δημοψήφισμα. Ας στήσουν οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ κάλπες και ας μετρήσουν πόσοι είναι από τη μια πλευρά και πόσοι από την άλλη. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα αφενός θα είναι ανέξοδο για το κράτος αφετέρου δεν θα αποπροσανατολίζει στέλνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις λάθος μηνύματα.

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 3 Μαΐου 2015

Posted in Αρθρογραφία στον Τύπο | Leave a comment

Παραβίαση του Συντάγματος

Η Πρόεδρος της Βουλής κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι, κατά την άποψή μου, υπόλογη για παραβίαση του Συντάγματος επειδή μέχρι σήμερα δεν έχει εγγράψει στην ημερησία διάταξη το θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Για τη στοιχειοθέτηση της προσωπικής ευθύνης της Προέδρου αναφέρω, αφενός, τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος, αφετέρου, τη διάταξη του άρθρου 52 του Κανονισμού της Βουλής. Το Σύνταγμα επιτάσσει στη Βουλή που αναδείχθηκε από εκλογές λόγω αδυναμίας εκλογής του ΠτΔ να εκλέξει Πρόεδρο «αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα». Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη εργασία πριν ολοκληρώσει το έργο για το οποίο κατ’ εξοχήν εκλέχθηκε. Ο Κανονισμός της Βουλής άλλωστε προβλέπει ότι ο Πρόεδρος είναι αρμόδιος για να εγγάψει στην ημερησία διάταξη τα κατά προτεραιότητα θέματα. Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 52 του Κανονισμού ορίζει ότι «στην ημερήσια διάταξη εγγράφoνται από τoν Πρόεδρo της Boυλής κατά πρoτεραιότητα τα θέματα για τα oπoία τo Σύνταγμα ή o Kανoνισμός της Boυλής τα πρoβλέπoυν ή oρίζoυν πρoθεσμίες μέσα στις oπoίες η Boυλή πρέπει να συζητήσει και να λάβει απoφάσεις ή απλώς να συζητήσει». Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το θέμα εκλογής ΠτΔ τίθεται κατά προτεραιότητα από το Σύνταγμα («αμέσως») και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Πρόεδρος της Βουλής είναι υποχρεωμένη να το εγγράψει στην ημερησία διάταξη. Κανονικά, στις 6 Φεβρουαρίου, οπότε και συγκροτήθηκε η Βουλή σε σώμα με την εκλογή του Προεδρείου της, η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου θα έπρεπε να εγγράψει στην ημερησία διάταξη το θέμα εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και να ορίσει ως ημερομηνία ψηφοφορίας την 12η Φεβρουαρίου (παρέλευση 5 ημερών από την εγγραφή). Την 6η Φεβρουαρίου, όμως, η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου ενέγραψε μόνο τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης παραλείποντας το θέμα της εκλογής ΠτΔ. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι, ενώ την Τρίτη 10 Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε η ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, η Πρόεδρος της Βουλής εξακολουθεί μέχρι σήμερα Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου να παραλείπει το καθήκον της να εγγράψει στην ημερησία διάταξη το θέμα εκλογής ΠτΔ, με αποτέλεσμα να καθυστερεί ανεπίτρεπτα κατά το Σύνταγμα η εκλογή του.

Posted in Uncategorized | 3 Comments