Όταν φοβήθηκε ο Αλέκος Παναγούλης

Το δημοσίευμα του Μιχάλη Κατσίγερα «Η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου» στην Καθημερινή της περασμένης Κυριακής, μου θύμισε ένα περιστατικό που αξίζει τον κόπο να το διηγηθώ.Το 1975, στη δίκη των βασανιστών, ήμουν στη σειρά για να περάσω τον έλεγχο και να μπω στο δικαστήριο. Μπροστά μου στεκόταν ένας νεαρός (18-20 χρόνων) και, ακριβώς πλάι του  μια γηραιά κυρία. Ο νεαρός φώναζε δυνατά: «δεν θα αλλάξουν τα πράγματα, εγώ ο ίδιος θα κρατώ το μυδραλιοβόλο και θα σκοτώσω τους κομμουνιστές. Και πρώτον θα σκοτώσω τον δολοφόνο Αλέκο Παναγούλη.» Τότε η κυρία φώναξε έναν αστυνομικό και του είπε να συλλάβει τον νεαρό διότι απείλησε τον γιο της. Η Αθηνά Παναγούλη γύρισε προς εμένα και μου είπε ότι με θέλει ως μάρτυρα.

Καταλήξαμε όλοι στο αστυνομικό τμήμα, όπου κατέφθασε ο Αλέκος Παναγούλης (ωραίος σαν Έλληνας), ο οποίος έπρεπε και να υποβάλει την μήνυση. Με τα λίγα νομικά μου του εξήγησα ότι θα έπρεπε να καταγγείλει ότι θεωρεί την απειλή σοβαρή και επί πλέον ότι του ενέπνευσε φόβο. «Μου λες ότι πρέπει να πω ότι φοβήθηκα αυτό τσογλάνι;» «Ακριβώς», του είπα, «αν θες να του κάνεις μήνυση για απειλή.» Ο ατρόμητος αυτός άνθρωπος, αυτός που έσπασε τα νεύρα των βασανιστών του με το απαράμιλλο θάρρος του, αναγκάστηκε να αναφέρει ότι τα λόγια του νεαρού του ενέπνευσαν φόβο.

Η υπόθεση αναβλήθηκε μία φορά. Ήδη την πρώτη φορά, η δικαστική αίθουσα ήταν γεμάτη φασίστες, φάτσες του υποκόσμου, που προξενούσαν φόβο. Την επόμενη φορά, στην εκδίκαση, ζήτησα από τον αδερφό μου, Κλεάνθη Τσακυράκη, και τον Γιάννη Καλογήρου να με συνοδεύσουν. Ο νεαρός ήταν ιδιαίτερα θρασύς στο δικαστήριο. Αποκαλούσε τον Παναγούλη «δολοφόνο» και «βολευτή». Ο Αλέκος έσκυψε και μου είπε «θα τον πλακώσω στο ξύλο εδώ μέσα.» «Προς Θεού μη τυχόν» του ψιθύρισα. Τελικά ο νεαρός καταδικάσθηκε σε κάποιους μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή. Πριν λήξει η αναστολή υπέπεσε σε άλλο αδίκημα και κατέληξε στο Κορυδαλλό, όπου έκανε παρέα με τους απριλιανούς πραξικοπηματίες.

Η μήνυση μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω τον ήρωα της αντίστασης κατά της χούντας. Το δέος μου γι’ αυτόν ήταν συγκρατημένο λόγω των ιδεολογικών, υποτίθεται, διαφορών που μας χώριζαν. Εμείς πιστεύαμε ότι ο αντιδικτατορικός αγώνας ήταν μια υπόθεση μαζών. Αντίθετα, ο Παναγούλης έβλεπε την αντίσταση ως μια «προσωπική» υπόθεση – μια διαπάλη μεταξύ αυτού και της χούντας. Είναι ενδεικτικό ότι μου εκμυστηρεύτηκε πως όταν δραπέτευσε σκόπευε να «καταλάβει» ένα αστυνομικό τμήμα, να αιχμαλωτίσει τον διοικητή και να βγάλει μια φωτογραφία καθισμένος στο γραφείο του πίνοντας τον καφέ του. «Θα τους εξευτέλιζα τελείως αλλά δυστυχώς με συνέλαβαν πριν προλάβω.»

Με τα μυαλά που είχα τότε δεν μπορούσα να καταλάβω πόση ψυχική δύναμη χρειάζεται για να δει κανείς τον εαυτό του ως τον προσωπικό αντίπαλο ενός δικτατορικού καθεστώτος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως η αντίσταση κατά της δικτατορίας χρειάζεται και ήρωες που θεωρούν τον αγώνα  προσωπική τους υπόθεση. Λίγους μήνες αργότερα, την Πρωτομαγιά του 1976 ο Αλέκος Παναγούλης σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα χωρίς να προλάβω να μιλήσω μαζί του με αλλαγμένα μυαλά.

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 8 Οκτωβρίου 2017

 

 

Posted in Uncategorized | Leave a comment

Ομιλία σε εκδήλωση του ΕΚΠΑ για το φοιτητικό κίνημα

  • Δεν είμαι καλός στους επετειακούς λόγους, αλλά ανταποκρίθηκα στην τιμητική πρόσκληση της Κοσμήτορος της Νομικής κ. Διονυσίας Καλλινίκου γιατί σκέφτηκα πως φέτος είναι η επέτειος των 50 χρόνων από την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών. Για μένα και για κάποιους ανθρώπους της ηλικίας μου ετούτη η επέτειος είναι μια επέτειος ζωής. Πολύ απλά, η χούντα σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή μας.
  • Κι επειδή οι επέτειοι λίγην αξία έχουν αν δεν συμβάλλουν στη γνώση και την πείρα τού σήμερα, θα αρπάξω την ευκαιρία για να σας θέσω έναν προβληματισμό που μας είχε απασχολήσει πολύ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και που ακόμη, κατά τη γνώμη μου, έχει νόημα να τον συζητούμε.
  • Ο προβληματισμός αφορά τον ρόλο τού φοιτητικού κινήματος στην αντίσταση κατά της δικτατορίας: αναρωτιόμασταν τότε ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των φοιτητών στον αντιδικτατορικό αγώνα. Ως ερώτημα, βέβαια, σχετίζεται και προϋποθέτει την απάντηση σε ένα άλλο, γενικότερο ερώτημα: πώς θα πέσει η χούντα. Τούτο το τελευταίο ερώτημα ήταν, φυσικά, κρίσιμο για όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, και στάθηκε η αιτία σοβαρών ρήξεων ανάμεσά τους.
  • Θεωρητικά εδώ υπάρχουν δύο απαντήσεις: η πρώτη προκρίνει τον ένοπλο αγώνα, ή άλλη τον μαζικό ξεσηκωμό.
  • Ο πρώτος δρόμος εστιάζει σε ορισμένες δυναμικές ενέργειες: είναι ο δρόμος της απόπειρας δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη, που υπήρξε ίσως το μεγαλύτερο γεγονός αντίστασης κατά της χούντας. Είναι δρόμος ηρωικός αλλά και μοιραία αποσπασματικός, γεγονός που διαγράφει και τα όριά του. Πράγματι, χωρίς την οργάνωση αντίστασης στα Σώματα Ασφαλείας ή στον Στρατό (που φυσικά δεν υπήρχε), φαινόταν πολύ δύσκολο να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα.
  • Τώρα, ο μαζικός ξεσηκωμός προϋποθέτει μάζες, με άλλα λόγια ανθρώπους συγκεντρωμένους σε ενιαίο χώρο με στοιχειωδώς κοινές προσλαμβάνουσες και κοινά συμφέροντα.
  • Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τα εργοστάσια με χιλιάδες εργάτες που συναντά κανείς σε χώρες όπως η Αγγλία ή η Αμερική, ούτε μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς άλλες εστίες που συγκεντρώνουν κατά τέτοιο τρόπο συστηματικά ομοιογενείς μάζες κόσμου.
  • Υπάρχουν, όμως, τα πανεπιστήμια. Μάλιστα, ίσως ακριβώς επειδή δεν υπήρχε άλλος αντίστοιχος εν δυνάμει πόλος ανάπτυξης αντιδικτατορικών ιδεών, η Ελλάδα δεν κινδύνευε από φαινόμενα όπως αυτό που αντιμετώπισε για παράδειγμα η Γαλλία, όπου οι εργάτες κοιτούσαν με δυσπιστία τους φοιτητές και τα αιτήματά τους.
  • Το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ήταν χώρος πρόσφορος για μαζικές κινητοποιήσεις. Το ερώτημα, λοιπόν, ήταν πώς αυτές οι φοιτητικές μάζες θα ενεργοποιηθούν ενάντια στο καθεστώς.
  • Βλέπετε, σε αντίθεση με τις πράξεις ηρωισμού τού Παναγούλη ή των αξιωματικών τού Ναυτικού, η εξέγερση των φοιτητών βασίζεται και εξαρτάται από την κινητοποίηση πλατιών μαζών και κατά τούτο προϋποθέτει μια κάποια στοιχειωδώς νόμιμη ή ημιπαράνομη δράση με ορισμένη διάρκεια.
  • Αντί, λοιπόν, να βασίζεται σε ακαριαία χτυπήματα με στόχο την καρατόμηση της χουντικής συμμορίας, το φοιτητικό κίνημα έπρεπε να χτιστεί πάνω στην προοδευτική καλλιέργεια αντιδικτατορικού κλίματος στους κόλπους του πανεπιστημίου.Με άλλα λόγια, κάποιοι φοιτητές έπρεπε να βγουν μπροστά, και να μιλήσουν ανοιχτά μέσα στο πανεπιστήμιο ενάντια στη χούντα.
  • Έτσι κι έγινε. Είτε με τις φοιτητικές επιτροπές αγώνα, είτε με τους συλλόγους τους, είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τα πανεπιστήμια έγιναν εστίες αντίστασης κατά της δικτατορίας.
  • Με διάφορες μαζικές εκδηλώσεις κατά της χούντας σε όλη τη χώρα, το φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε την προμετωπίδα του αντιδικτατορικού αγώνα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η χούντα προσπάθησε να ανασχέσει το κίνημα, εκδίδοντας διάταγμα τον Φεβρουάριο του 1973 (το 1347 της 10.2.1973) για να επιστρατεύονται αυθαίρετα φοιτητές που συμμετείχαν στις πλείστες τότε φοιτητικές αποχές.
  • Φυσικά, αυτή η ενστικτώδης αντίδραση του καθεστώτος φαντάζει πισωγύρισμα σε σχέση με τα όσα αγωνιζόταν να κατακτήσει το φοιτητικό κίνημα: οι συνταγματάρχες πάσχιζαν να επαναφέρουν στα πανεπιστήμια την περίοδο του τρόμου, την περίοδο που κανένας δεν τολμούσε να εκφραστεί κατά του καθεστώτος.
  • Τούτο όμως σχεδόν πάντα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία: όταν ξελασκάρει το λουρί, δύσκολα μαζεύεται πάλι. Από τη στιγμή που οι φοιτητές είχαν ανταλλάξει ιδέες δημοκρατικές, από τη στιγμή που είχαν γνωρίσει ψήγματα ελευθερίας στο πανεπιστήμιο, δεν ήταν διατεθειμένοι να τα χάσουν.
  • Και πράγματι, μόλις λίγες μέρες αργότερα εκδηλώθηκε η (πρώτη) κατάληψη της Νομικής, ίσως το πρώτο περιστατικό του φοιτητικού αγώνα που άγγιξε αισθητά την ευρύτερη κοινωνία.
  • Αυτές οι πρώτες μαζικές εκδηλώσεις στη Νομική συνέβαλαν κι αυτές με τον τρόπο τους, μαζί φυσικά με τη διεθνή πίεση και την απομόνωση της δικτατορίας, σε μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος.
  • Αρκεί να θυμηθούμε ότι λίγους μήνες μετά τη Νομική οι χουντικοί – που στο μεταξύ είχαν καταργήσει τη βασιλεία – στο νέο πολίτευμα προέβλεπαν δήθεν την εκλογή του ανώτατου άρχοντα (του Προέδρου της Δημοκρατίας) απευθείας από τον λαό. Ίσως πιο σπουδαία, εξαναγκάστηκαν για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια να διορίσουν πολιτική κυβέρνηση – την κυβέρνηση Μαρκεζίνη –, την οποία μάλιστα κάλεσαν να «φιλελευθεροποιήσει» το καθεστώς και να διεξαγάγει εκλογές στις αρχές του 1975.
  • Όμως το φοιτητικό κίνημα είχε πάρει τέτοια ορμή που ουσιαστικά τα ήθελε όλα ή τίποτα. Στο κλίμα φιλελευθεροποίησης που προσπαθούσε να επιβάλει το καθεστώς συνέβη η μεγαλειώδης εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία όμως είχε μαξιμαλιστικά αιτήματα, και δεν άφηνε περιθώρια για την ειρηνική λήξη της.
  • Η δικτατορία του Ιωαννίδη ήταν ένα τρομερό πισωγύρισμα. Στα πανεπιστήμια επικρατούσε τρόμος, και κάθε είδους ημινόμιμη δράση των φοιτητών είχε σταματήσει. Αυτό, φυσικά, δεν έγινε χωρίς κάποιο τίμημα. Το καθεστώς του Ιωαννίδη ήταν βάναυσο και τελείως απομονωμένο.
  • Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, αν το φοιτητικό κίνημα δεν ήταν τόσο μαξιμαλιστικό στα αιτήματά του, θα άνοιγε ένας δρόμος που θα οδηγούσε στο τέλος της δικτατορίας. Η φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη θα μπορούσε να έχει το ίδιο τέλος που είχε η φιλελευθεροποίηση στη Χιλή ή στην Ανατολική Γερμανία, δηλαδή στην ανατροπή των καθεστώτων.
  • Κατά κάποιον ειρωνικό τρόπο, δηλαδή, από τη στιγμή που ένα δικτατορικό καθεστώς εξωθηθεί σε παραχωρήσεις υπέρ της ατομικής ελευθερίας ή των πολιτικών δικαιωμάτων, προσυπογράφει το τέλος του. Ελευθερία λίγη δεν νοείται: είτε υπάρχει ελευθερία είτε δεν υπάρχει.
  • Η αξία, λοιπόν, του φοιτητικού κινήματος δεν είναι ότι έριξε τη χούντα, αλλά ότι λειτούργησε σαν αλογόμυγα, που υπενθύμιζε διαρκώς την αξία της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

 

Posted in Uncategorized | Leave a comment

ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗΝΥΣΗ ΘΑΝΟΥ

 

Η δίκη Θάνου εναντίον Τσακυράκη δεν θα λάβει χώρα. Φρόντισε γι’ αυτό ο Υπουργός Δικαιοσύνης,  ο οποίος με το άρθρο 8 του ν. 4411/2016 που εισηγήθηκε ήρε το αξιόποινο σωρείας ελαφρών πλημμελημάτων με το σκεπτικό της ελάφρυνσης των ποινικών δικαστηρίων. Παρόμοιοι νόμοι είχαν ψηφιστεί και στο παρελθόν με τη διαφορά ότι, ενώ τις προηγούμενες φορές εξαλειφόταν το αξιόποινο για αδικήματα που τιμωρούνταν μέχρι ένα έτος, αυτή τη φορά εξαλείφθηκε το αξιόποινο για αδικήματα που τιμωρούνται μέχρι δύο έτη φυλάκισης. Έτσι συμπεριλήφθηκε και η δυσφήμηση (η εξύβριση τιμωρείται μέχρι ένα έτος) στα αδικήματα για τα οποία ήρθη το αξιόποινο, με αποτέλεσμα να μην εκδικασθεί ποτέ η μήνυση της κ. Θάνου.

Δεν μου άρεσε αυτή η εξέλιξη. Η αρχική μου σκέψη ήταν να επιδιώξω μια δικαστική κρίση, η οποία, θα επιβεβαίωνε, αφενός, ότι επρόκειτο για μια μήνυση αβάσιμη, αφετέρου, ότι ήταν αδιανόητο να ασκείται παρόμοια μήνυση από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Σκέφθηκα να την εγκαλέσω εγώ για ψευδή καταμήνυση ή να ασκήσω αγωγή για προσβολή της προσωπικότητας. Πράγματι, ως νομικός η κ. Θάνου, γνώριζε ότι η δυσφήμηση απαιτεί ψευδή ισχυρισμό γεγονότος και το άρθρο μου περιείχε μόνο κρίσεις και κανένα ισχυρισμό γεγονότος. Σκέφτηκα, επίσης, να προσφύγω στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ισχυριζόμενος ότι, εφόσον ασκήθηκε δίωξη εναντίον μου, η χωρίς τη θέλησή μου κατάργηση της δίκης αποτελεί άρνηση πρόσβασης σε δικαστήριο. Οι νόμοι που αίρουν το αξιόποινο, όπως έχει παρατηρήσει ο εκ των δικηγόρων μου Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, ουσιαστικά παρέχουν αμνηστία («κρυπταμνηστία») και, γι’ αυτό το λόγο, είναι αντισυνταγματικοί.

Θα άξιζε, όμως τον κόπο να ασχοληθώ κι άλλο με τη μήνυση της κ. Θάνου; Μήπως υπάρχει κάποιο εριζόμενο νομικό ζήτημα που καλό θα ήταν να ξεκαθαριστεί με μια δικαστική κρίση; Υπάρχει αμφιβολία ότι αξιολογικές κρίσεις για δραστηριότητα του Προέδρου του Αρείου Πάγου προστατεύονται απολύτως από την ελευθερία του λόγου; Ότι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί, όπως το «αφελής» και το «μιλά ως πολιτικάντης»,  σε καμία δημοκρατία δεν μπορούν να θεωρηθούν υβριστικοί για κανέναν πολίτη και για κανέναν κρατικό αξιωματούχο, πόσω μάλλον για τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου;

Η πάνδημη συμπαράσταση που εκδηλώθηκε προς το πρόσωπό μου με αφορμή αυτή τη μήνυση από συναδέλφους πανεπιστημιακούς, δικηγόρους, φοιτητές και πολίτες απέδειξε ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την ουσία της υπόθεσης. Παρόλη την εξουσία που διαθέτει λόγω του αξιώματός της, ελάχιστoι ήταν αυτοί που υποστήριξαν την κ. Θάνου. Σημειώνω δύο δημοσιογράφους που συντάχθηκαν μαζί της: τον κ. Γ. Κυρίτση της Αυγής και τον κ. Ν. Χατζηνικολάου. Ο πρώτος μολονότι διαφωνούσε με τη μήνυση, χαρακτήρισε την κριτική μου «αναιδή» και πρόσθεσε ότι ίσως έπρεπε να επιληφθεί ο Δικηγορικός Σύλλογος. Ο κ. Ν. Χατζηνικολάου θεώρησε ότι η κ. Β. Θάνου «αμύνθηκε σε μια ανοίκεια επίθεση που δέχθηκε» και έπλεξε το εγκώμιό της τόσο ως δικαστού όσο και ως υπηρεσιακής πρωθυπουργού. Και οι δύο θεωρώ ότι εκτέθηκαν ως επαγγελματίες υποστηρίζοντας τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου.

Η πλέον εξωφρενική, όμως, υποστήριξη της κ. Θάνου ήρθε από την Εφέτη κ. Μαργαρίτα Στενιώτη, η οποία αφενός είχε δηλωθεί ως μάρτυς στην μήνυση, αφετέρου ως Πρόεδρος τότε της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, προήδρευσε της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου και με οριακή πλειοψηφία (έξι έναντι πέντε) εξέδωσε ανακοίνωση που ουσιαστικά έπαιρνε το μέρος της μηνύτριας. Η μειοψηφία δήλωσε το αυτονόητο ότι η Ένωση «δε νομιμοποιείται νομικά και ηθικά να εκδώσει ανακοίνωση επί ιδιωτικής υποθέσεως, για την οποία έχουν ήδη επιληφθεί οι δικαστικές αρχές». Οι δικηγόροι δεν πηγαίνουν μάρτυρες σε δίκη χωρίς άδεια από το σύλλογό τους και θα πήγαινε αυτή ως εφέτης; Να πει τι στους συναδέλφους της δικαστές;  Ότι, κατά την κρίση της, υπέπεσα στο αδίκημα της εξύβρισης και δυσφήμησης και, άρα, παρόμοια πρέπει να κρίνουν και αυτοί; Εκφράζοντας άποψη για μια εκκρεμή δίκη η Ένωση Δικαστών δεν θέτει θέμα μεροληψίας της διαδικασίας;  Πρόκειται για πρωτοφανείς ενέργειες.

Τέλος, λοιπόν, η μήνυση της κ. Θάνου εναντίον μου. Ευχαριστώ θερμά τους δικηγόρους μου Βασίλη Δημακόπουλο και Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο για την ανέξοδη για μένα υπεράσπιση και λυπάμαι που δεν θα έχουν την ευκαιρία μιας δίκης που αν μη τι άλλο διαφαινόταν διασκεδαστική.

Ο υπερβολικός φόρτος των ποινικών  δικαστηρίων δεν φαίνεται να μειώνεται από τον κρυπταμνηστευτικό νόμο του κ. Παρασκευόπουλου. Έτσι λιμνάζει ακόμη η μήνυση που κατέθεσε ο κ. Α. Βγενόπουλος εναντίον της κ. Θάνου εγκαλώντας την για τα πλέον επονείδιστα για δικαστή αδικήματα: δωροληψία, απόπειρα εκβίασης, παράβαση καθήκοντος. Όταν υποβάλλονται τέτοιες μηνύσεις, πρέπει να σταματά οποιαδήποτε άλλη διαδικασία και να εκκαθαρίζεται αμέσως η υπόθεση. Αν ο μηνυτής είναι διασαλευμένος ή δεν υπάρχουν στοιχεία, τίθεται  στο αρχείο, αλλιώς, πρέπει να υπάρξει άμεση εκδίκαση. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, ο  κ. Βγενόπουλος ισχυρίσθηκε ότι η μήνυσή του στηρίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία χωρίς, όμως, να τα αποκαλύπτει. Όσο περνά ο καιρός χωρίς να γίνεται τίποτα τόσο περισσότερο εγείρονται ανεπίτρεπτες υπόνοιες ότι εξυφαίνεται κάποια «συμβιβαστική λύση».

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ν. Παρασκευόπουλος επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για να διαφυλάξει το κύρος της εκλεκτής του για την Προεδρία του Αρείου Πάγου. Δεν θεώρησε επαρκή την επίπληξη που επέβαλε το Πειθαρχικό στον κ. Ι. Ντογιάκο και άσκησε έφεση για μια υπόθεση που (ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είχε βάση) ήταν ήσσονος σημασίας. Διερωτώμαι αν προτίθεται να κάνει κάτι για τη μήνυση που εκκρεμεί. Θεωρεί άραγε νοητό να αφήσει να κυλήσει ο χρόνος και να εκκρεμεί η εκδίκαση της μήνυσης μέχρι τη συνταξιοδότηση της κ. Θάνου τον Ιούλιο του 2017; Θα συνεχίζει μέχρι τότε να ανεβαίνει αυτή στην έδρα και να προΐσταται του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας σαν να μην συμβαίνει τίποτα; Η άλλη εκλεκτή του κ. Παρασκευόπουλου, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ξ. Δημητρίου, αντί να λάβει κάθε μέτρο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την ταχύτερη διεκπεραίωση της υπόθεσης είτε με την παραπομπή της στο ακροατήριο είτε με θέση της στο αρχείο, παίρνει μέτρα εναντίον του μηνυτή σχετικά με άλλες εκκρεμείς του υποθέσεις. Δεν επιτρέπεται να σέρνεται άλλο αυτή η υπόθεση χωρίς την άμεση διαλεύκανσή της.

Πρόκειται για πρωτόγνωρες  καταστάσεις στο χώρο της Δικαιοσύνης που τραυματίζουν το κύρος της και διαλύουν κάθε έννοια δικαίου. Ο κ. Ν. Παρασκευόπουλος ας μην έχει καμία αυταπάτη, η μεγαλύτερη μομφή για την πρωτόγνωρη κατάσταση στη Δικαιοσύνη δεν επιρρίπτεται στην κ. Θάνου ή στην κ. Δημητρίου αλλά στον ίδιο προσωπικά.

Posted in Uncategorized | 1 Comment

Δύο βροντερές παραιτήσεις

Οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου Επικρατείας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και Χρήστος Ράμμος παραιτήθηκαν από την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ, της οποίας ήταν μέλη για πάνω από 30 χρόνια, εξαιτίας της ανακοίνωσης που αυτή εξέδωσε για την αναβολή της διάσκεψης της υπόθεσης των τηλεοπτικών αδειών. Η ανακοίνωση βεβαίωνε ότι μοναδικός λόγος της αναβολής ήταν το τεταμένο κλίμα που είχε δημιουργηθεί και όσα αντίθετα είδαν το φως της δημοσιότητας δεν ήταν αληθή.

Η κ. Κ. Σακελλαροπούλου σημείωσε στην επιστολή παραίτησής της ότι «με την ανακοίνωση το ΔΣ αποδοκιμάζει, ως ψευδή, «όσα αντίθετα αναφέρονται στον τύπο», με βάση όχι τη δική του αντίληψη για τα πράγματα αλλά την ανακοίνωση του Προέδρου του Δικαστηρίου, μετατρέποντας ουσιαστικά την Ένωση, για πρώτη, κατά την αντίληψή μου φορά, σε γραφείο τύπου του Προέδρου του Δικαστηρίου.»

«Με την ανακοίνωσή του αυτή», πρόσθεσε η κ. Σακελλαροπούλου, το ΔΣ, κατά πλήρη παραγνώριση του θεσμικού ρόλου της Ένωσης, εξέφερε γνώμη για ζήτημα το οποίο ούτε είχε θεσμικά τη δυνατότητα να γνωρίζει ως συλλογικό όργανο (πώς δηλαδή, υπό ποίες συνθήκες και για ποιο πραγματικά λόγο διακόπηκε μία διάσκεψη) ούτε ανήκε στις αρμοδιότητές του.»

Ο κ. Χ. Ράμμος, από την πλευρά του, σημείωσε ότι «η άποψη ότι το Δικαστήριο ή ο κάθε δικαστής  στα πλαίσια των δικών του αρμοδιοτήτων μπορεί να παραιτείται και να απέχει έστω και προσωρινά, αλλά πάντως  επ’ αόριστον, από την επιτέλεση του θεσμικού συνταγματικού του καθήκοντος, που δεν είναι άλλο από το να τέμνει αδιατάρακτο τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές, έτσι ώστε να επιλύονται οι αμφισβητήσεις που διαπερνούν την κοινωνία με την αυθεντία της δικαστικής λειτουργίας, όταν έχει αναπτυχθεί -και μάλιστα εκτός Δικαστηρίου- κλίμα έντασης, είναι πρωτοφανής. Η άποψη, με άλλα λόγια, που δέχεται ότι  το Δικαστήριο αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ’ αόριστον την διάσκεψή του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο βεβαίως το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει) συνιστά κατά την γνώμη μου αρνησιδικία.»

Κάθε δικό μου σχόλιο είναι περιττό.

 

Posted in Uncategorized | Leave a comment

Hillary for President

Λαμβάνοντας και επίσημα το χρίσμα της υποψηφίας του Δημοκρατικού Κόμματος για την Προεδρία των ΗΠΑ, η Hillary Clinton πέρασε στην ιστορία. Θα είναι η πρώτη γυναίκα υποψηφία μεγάλου κόμματος που θα διεκδικήσει με πολλές πιθανότητες επιτυχίας το ανώτατο αξίωμα στη χώρα της.

Για ορισμένους ενώ είναι εμφανής η σημασία της εκλογής ενός μαύρου στο αξίωμα του Προέδρου, δεν είναι εξίσου προφανής η σημασία του ενδεχόμενου εκλογής μιας γυναίκας.  Κι αυτό μολονότι και στις δυο περιπτώσεις αυτό που ιστορικά συντελείται έχει τον ίδιο συμβολισμό: την άρση των κοινωνικών εμποδίων και των προκαταλήψεων έναντι ορισμένης ομάδας ανθρώπων (αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει ομάδα το μισό του πληθυσμού). Η εξήγηση ίσως να βρίσκεται στο γεγονός ότι η προκατάληψη εναντίον των γυναικών και η καταπίεσή τους εξακολουθούν ακόμη να είναι τόσο διαπεραστικές ώστε καταφέρνουν να περνούν ως ήσσονος σημασίας ζητήματα.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η υποταγή των γυναικών στους άντρες υπήρξε η διαρκέστερη και διαστροφικότερη καταπίεση ανθρώπων στην ιστορία της ανθρωπότητας και η άρση των διακρίσεων απαιτεί συνεχή προσπάθεια και αγώνες.

Το μεγάλο επίτευγμα της Hillary Clinton είναι ότι η ανάδειξή της δεν είχε ανάγκη από κανένα «χάρισμα» λόγω φύλου. Έχει στο ενεργητικό της σκληρούς αγώνες, έχει αντιμετωπίσει διάφορους αντιπάλους, έχει κερδίσει πάμπολλες εκλογές. Έχει αποδείξει τις ιδιαίτερες ικανότητες της από διάφορες θέσεις ευθύνης. Ο Πρόεδρος Ομπάμα, έφτασε στο σημείο να πει ότι «δεν υπήρξε ποτέ άνδρας ή γυναίκα –ούτε εγώ ούτε ο Bill, κανένας- με περισσότερα προσόντα για να υπηρετήσει ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από την Hillary Clinton».

Παρόλα αυτά η υποψηφιότητά της δεν ξεσηκώνει ενθουσιασμό. Της προσάπτουν ότι ανήκει στο σύστημα και δεν είναι συμπαθής. Η αντισυστημική ρητορεία, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, βρίσκει πάντα ευήκοα ώτα. Η ειρωνεία είναι ότι αυτήν ακριβώς την αντισυστημική ρητορεία χρησιμοποιεί ο αντίπαλός της Donald Trump για να σκιαγραφήσει μια εναλλακτική κοινωνία κλειστή, φοβική και ανελεύθερη. Είναι άδικο να ξινίζει κανείς τα μούτρα του επειδή η Hillary Clinton επί δεκαετίες ήταν παρούσα σε όλους τους αγώνες για τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η δε μομφή ότι δεν είναι συμπαθής μάλλον συνδέεται με τη σοβαρότητά της, η οποία δεν ταιριάζει με το στερεότυπο που θέλει τη γυναίκα να είναι πάντα πρόσχαρη, χαμογελαστή και ευχάριστη.

Φυσικά θα ήταν παράδοξο μετά από τόσα χρόνια δημόσιας δραστηριότητας (πρώτη κυρία των ΗΠΑ, γερουσιαστής, υποψηφία για την Προεδρία το 2008, Υπουργός Εξωτερικών) να μην υπάρχουν αδύνατα σημεία στη δράση της. Είναι αυτά ικανά για να μειώσουν την ιστορική υποψηφιότητά της; Νομίζω πως η απάντηση είναι χωρίς περιστροφές αρνητική.

Δεν είμαι από αυτούς, που βλέποντας τον Donald Trump ως παγκόσμιο κίνδυνο, συγκατατίθεμαι με σφιχτά τα δόντια στην υποστήριξη την Hillary Clinton. Πιστεύω ότι η υποψηφιότητά της θα ήταν εξίσου ισχυρή με οποιονδήποτε αντίπαλο και όπως ο πρώτος μαύρος Πρόεδρος των ΗΠΑ απεδείχθη τεράστια επιτυχία έτσι και αυτή ως πρώτη γυναίκα Πρόεδρος των ΗΠΑ θα αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική. Καμία συγκατάβαση, λοιπόν, αλλά με ενθουσιασμό Hillary for President.

Δημοσιεύτηκε στο http://www.factnews.gr στις 31 Ιουλίου 2016

 

Posted in Uncategorized | Leave a comment

Διευκρινίσεις για τo ζήτημα της έκδοσης των 8 και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

α) Το 16ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, που προβλέπει προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ. Κατ’ αποτέλεσμα, οι μόνες οδοί μέσω των οποίων θα μπορούσε να φτάσει η υπόθεση των 8 ενώπιον του ΕΔΔΑ είναι η προσφυγή και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
β) Με βάση τη μέχρι τώρα νομολογία του ΕΔΔΑ, η μη πρόβλεψη θανατικής ποινικής από το εθνικό δίκαιο ή η κατάργησή της δεν εμποδίζει το δικαστήριο να κρίνει ότι ο κίνδυνος έκθεσης σε βασανιστήρια είναι αρκετός για να επιφέρει παραβίαση της Σύμβασης και να επισύρει την ευθύνη του εναγομένου κράτους σε περίπτωση έκδοσης του προσφεύγοντα (Ismoilov και λοιποί κατά Ρωσίας). Κατά συνέπεια, υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε μια πιθανή υπόθεση των 8 κατά Ελλάδας, η επαναφορά ή μη της θανατικής ποινής από την Τουρκία δεν θα αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου.
γ) Όσον αφορά τον κίνδυνο έκθεσης σε βασανιστήρια, η Σύμβαση απαγορεύει με απόλυτους όρους την επιβολή τους, ανεξαρτήτως των επιβαρυντικών περιστάσεων που πιθανώς συντρέχουν στο πρόσωπο του προσφεύγοντα. Κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, “Whenever substantial grounds have been shown for believing that an individual would face a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 if removed to another State, the responsibility of the Contracting State to safeguard him or her against such treatment is engaged in the event of expulsion or extradition. In these circumstances, the activities of the individual in question, however undesirable or dangerous, cannot be a material consideration” (μεταξύ πολλών, Soering, Ismoilov, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Saadi κατά Ιταλίας). Με βάση τα παραπάνω, πιθανολογώ ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των αδικημάτων των 8 με βάση το ελληνικό ή τουρκικό δίκαιο ως πολιτικών ή μη, ειδεχθων ή μη κλπ. επίσης δεν θα επηρεάσει την κρίση του ΕΔΔΑ. Αυτό που ενδιαφέρει το δικαστήριο είναι εάν στοιχειοθετείται αντικειμενικά κίνδυνος έκθεσης σε βασανιστήρια.
δ) Σχετικά με τη στοιχειοθέτηση κινδύνου βασανιστηρίων, ο διεθνής τύπος βρίθει σχετικών αναφορών, ενώ έχουν αρχίσει να δημοσιεύονται οι πρώτες εκθέσεις ΜΚΟ, όπως αυτή της Διεθνούς Αμνηστίας, που κάνει συγκεκριμένη αναφορά σε βασανιστήρια που σχετίζονται με το αποτυχημένο πραξικόπημα:
https://www.amnesty.org/en/latest/news/2016/07/turkey-independent-monitors-must-be-allowed-to-access-detainees-amid-torture-allegations/ .
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι δεδομένο ότι το δικαστήριο θα θεωρήσει τα στοιχεία αυτά επαρκή για να ζητήσει τη μη έκδοση των κρατουμένων, όμως θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό διότι υπάρχουν τόσο πολλές αναφορές διεθνώς, βίντεο, φωτογραφίες κλπ. από συλλήβδην βασανισμούς υπόπτων ως συμμετεχόντων στο πραξικόπημα.
ε) Σε κάθε περίπτωση η κήρυξη της Τουρκίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η συνακόλουθη δήλωση περί αναστολής της εφαρμογής της ΕΣΔΑ δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα του δικαστηρίου να επιληφθεί των σχετικών υποθέσεων που θα φτάσουν ενώπιόν του, δεδομένου ότι τα κράτη-μέλη απαγορεύεται να απεκδυθούν της υποχρέωσης σεβασμού των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ. Αυτό σημαίνει ότι κάθε υπόθεση που θα φτάσει ενώπιον του ΕΔΔΑ θα κριθεί ad hoc, και εάν το δικαστήριο θεωρήσει ότι τα άρθρα 2 και 3 έχουν παραβιαστεί, η Τουρκία θα καταδικαστεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η δήλωσή της περί αναστολής της εφαρμογής της Σύμβασης.

Το κείμενο ανήκει σε νομικό που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του

 

 

 

 

 

 

 

Posted in Uncategorized | 1 Comment

H Δικαιοσύνη υπό κατάρρευση

 

Σε ποιο κράτος δικαίου θα είχε υποβληθεί πριν από δυόμιση μήνες μήνυση κατά της Προέδρου του Αρείου Πάγου για τα πλέον επονείδιστα για δικαστή αδικήματα, δωροληψία, απόπειρα εκβίασης, παράβαση καθήκοντος, από έναν κατά τεκμήριο μη διασαλευμένο πολίτη, επιχειρηματία και μάλιστα δικηγόρο, τον κ. Α. Βγενόπουλο, και η δικαιοσύνη όχι μόνον δεν κινείται με ταχύτητα αστραπής για την διαλεύκανση της υπόθεσης αλλά φαίνεται να σφυρίζει αδιάφορα. Κάποια στιγμή, μετά από ενάμιση μήνα από την υποβολή της μήνυσης, η κ. Β. Θάνου έστειλε ένα εξώδικο προς τον μηνυτή και ένα τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο αυτός έδωσε συνέντευξη καλώντας τους να αποκαταστήσουν την προσβολή της προσωπικότητάς της. Κατά τα άλλα, η κ. Β. Θάνου συνεχίζει να ανεβαίνει στην έδρα και να εκδικάζει υποθέσεις και η εισαγγελική αρχή προχωρεί σε διάφορες ενέργειες εναντίον του μηνυτή: ανασύρθηκε υπόθεσή του που είχε τεθεί στο αρχείο και έγινε έρευνα στο σπίτι του.

Πρόκειται για πρωτοφανείς ενέργειες που αμαυρώνουν την εικόνα της Δικαιοσύνης και πλήττουν ανεπανόρθωτα το κύρος της. Να το πω απλά: με τέτοιες κατηγορίες εναντίον της Προέδρου του Αρείου Πάγου έπρεπε να γίνει χαλασμός. Η νεοδιορισθείσα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ξ. Δημητρίου, αυτή που φαίνεται να πιστεύει ότι η ΕΛΣΤΑΤ είναι υπεύθυνη για τα Μνημόνια, οφείλει να παρατήσει οποιαδήποτε άλλη δουλειά και να ασχοληθεί με τη μήνυση. Να δώσει εντολή για ταχύτατη διεκπεραίωση της υπόθεσης είτε με την παραπομπή της στο ακροατήριο είτε στο αρχείο.

Και για την πλευρά του μηνυτή εγείρονται διάφορα θέματα. Μολονότι είναι δικαίωμά του να μην αποκαλύπτει τα στοιχεία που στηρίζουν τη μήνυσή του, η ιδιομορφία της υπόθεσης επιβάλει τη δημοσιοποίησή τους. Αντίθετα οι υπαινιγμοί του κ. Α. Βγενόπουλου για αδιάσειστα στοιχεία, χωρίς αυτά να αποκαλύπτονται, μπορεί να εγείρουν υπόνοιες ότι τελικά αυτό που επιδιώκεται είναι μια συμβιβαστική συναλλαγή.

H γνώμη μου είναι ότι κάθε μέρα που περνά χωρίς να ξεκαθαρίζει αυτή η σκοτεινή υπόθεση πλήττεται ακόμη περισσότερο το ήδη τραυματισμένο κύρος της Δικαιοσύνης.

 

 

Posted in Uncategorized | Leave a comment

Ομιλία στη δημόσια εκδήλωση του E-KYKLOS “Εν ου παικτοίς”.

Ευχαριστώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο για την πρόσκληση. Θα ξεκινήσω με μια κοινοτοπία: η χώρα μας βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της πρόσφατης ιστορίας της. Δεν έχουμε ένα πρόβλημα αλλά χιλιάδες. Το οικονομικό πρόβλημα είναι πρόδηλο αλλά η κρίση ανέδειξε και όλα τα αδιέξοδα στα οποία οδηγηθήκαμε ως κοινωνία, τις φοβερές αδυναμίες του πολιτικού προσωπικού, των κρατικών λειτουργών, των συνδικαλιστών, των δικαστών, των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, την έλλειψη εμπέδωσης των δημοκρατικών αξιών και του σεβασμού στα δικαιώματα των άλλων.

Αμφιβάλλω αν στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης καταφέραμε να στοχαστούμε γύρω από το θεμελιώδες ερώτημα που αφορά το είδος της κοινωνίας στην οποία θα θέλαμε να ζήσουμε. Αμφιβάλλω επίσης αν κατορθώσαμε να εμπεδώσουμε όσο θα έπρεπε την ουσιαστική φιλοσοφία της δημοκρατίας. Για ένα πράγμα, όμως, δεν έχω αμφιβολία: η κατάρρευση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και η οριστική έκπτωση του βασιλιά, έδωσε τέλος στις αλλεπάλληλες πολιτειακές κρίσεις του 20ου αιώνα ανοίγοντας το δρόμο στην πιο μακρά περίοδο ομαλής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία μας. Σταματήσαμε τις αντιπαραθέσεις για τη γνησιότητα των εκλογών, για το ποιος πρέπει να διοριστεί Πρωθυπουργός και αφήσαμε πίσω τις ταραγμένες περιόδους ενός εύθραυστου δημοκρατικού πολιτεύματος. Η σημασία αυτού του επιτεύγματος δεν είναι μικρή.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα στην Ελλάδα οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού δεν τηρούνταν ή υπήρχε τουλάχιστον καχυποψία ότι δεν θα τηρηθούν. Άφθονο μελάνι έχει χυθεί για την αρχή της δεδηλωμένης, για τις διερευνητικές εντολές, για την αυθεντικότητα της ψήφου, για τις αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα και τις άλλες οργανωτικές αρχές του πολιτεύματός μας. Μετά τη μεταπολίτευση, αμφισβητήσεις για τους κανόνες διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού δεν υπήρξαν. Και  φυσικά όλοι ευχόμαστε να μην υπάρξουν. Όσο σκληρά και αν κριτικάρουμε  το σημερινό πολιτικό σύστημα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μας εγγυήθηκε τη διαρκέστερη περίοδο δημοκρατικής διακυβέρνησης στην ιστορία μας.

Τώρα, λοιπόν, σε αυτή τη στιγμή της μεγάλης κρίσης, πρέπει να προσέξουμε μήπως χάσουμε και αυτά που θεωρούμε ότι έχουμε κατακτήσει. Και ένας από τους λόγους που μπορούμε να οδηγηθούμε εκεί, είτε ηθελημένα είτε από ατύχημα, είναι η κατεύθυνση στην οποία φαίνεται να κινούνται οι προτάσεις της κυβέρνησης για συνταγματική αναθεώρηση. Γιατί νομίζω ότι, αν σε ένα πράγμα σταθήκαμε τυχεροί τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η βαθιά κρίση, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν έθεσε σε δοκιμασία τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Το μόνο παρατράγουδο ήταν το δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού. Όχι μόνο γιατί οι ψήφοι των πολιτών για πρώτη φορά δεν μέτρησαν, δεν λήφθηκαν ουσιαστικά υπ’ όψη, αλλά και επειδή καλλιέργησε την εντύπωση ότι μπορούμε να ξεμπερδεύουμε με τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι άσκησης πολιτικής στη σύγχρονη δημοκρατία, που μπορούν να επιλύσουν τα μεγάλα ζητήματα της πολιτικής.

Δεν είναι, όμως, τα δημοψηφίσματα ο μόνος λόγος ανησυχίας. Ακούσαμε, για παράδειγμα, κυβερνητικά σχέδια για άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τους πολίτες. Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, τότε όχι μόνο θα ενισχυθεί de facto ο ρόλος του Προέδρου αλλά ενδέχεται να περάσουν και τυπικά εξουσίες από τον Πρωθυπουργό στον Πρόεδρο, ενισχύοντας τα προεδρικά στοιχεία του πολιτεύματος. Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, τότε θα ενισχυθεί de facto ο ρόλος του ΠτΔ, ακόμη και εάν δεν περάσουν και τυπικά εξουσίες από τον Πρωθυπουργό στον ΠτΔ, κάτι που βεβαίως φαίνεται ότι θα γίνει. Ο συνδυασμός αυτός θα δημιουργήσει έναν ισχυρότατο καινούργιο πόλο εξουσίας.

Επιπλέον, ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι και οι απανωτές δηλώσεις μελών της κυβέρνησης με τις οποίες τάσσονται υπέρ της απλής αναλογικής. Αυτά τα τρία στοιχεία, δηλαδή τα δημοψηφίσματα, η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και η απλή αναλογική, ιδίως αν συνδυασθούν, θεωρώ ότι μπορούν να οδηγήσουν – είτε το επιδιώκει η κυβέρνηση είτε όχι (ποιος μπορεί άλλωστε να πει με σιγουριά αν έχουν κάποιο σχέδιο σε οποιοδήποτε θέμα;) – στην υπονόμευση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μια τέτοια μετάλλαξη του πολιτεύματος όχι μόνο δεν πιστεύω ότι θα λύσει τα μεγάλα μας προβλήματα, αλλά φοβάμαι ότι θα τα επιδεινώσει.

Όσον αφορά ειδικότερα τα δημοψηφίσματα, νομίζω ότι η όποια γοητεία ασκεί η άμεση δημοκρατία στην ελληνική κοινή γνώμη,  μπορεί να αποδοθεί στην ψευδαίσθηση ότι εξασφαλίζει στους πολίτες μια ενεργό συμμετοχή. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια συμμετοχή που προσεγγίζει μόνον επιφανειακά τα προβλήματα. Συστατικό στοιχείο της είναι η απλούστευση, ακόμη και των πιο σοβαρών και πολύπλοκων ζητημάτων και προωθητική της δύναμη, το θυμικό των πολιτών. Ένα θυμικό το οποίο σπεύδουν να ερεθίσουν οι κάθε λογής πολιτικάντηδες και δημαγωγοί.

Το επιχείρημα που συνήθως προβάλλεται από τους οπαδούς του δημοψηφίσματος είναι ότι η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί ικανοποιητικά. «Δημοκρατία είναι αυτή  που έχουμε;» σου λένε. Όταν μάλιστα τους ζητείς διευκρινίσεις για το τι θεωρούν αυτοί σωστή δημοκρατία, οι περισσότεροι αντιδρούν επικαλούμενοι τη λαϊκή πλειοψηφία. Λένε π.χ. ότι αφού η συντριπτική πλειοψηφία είναι αντίθετη με τις ρυθμίσεις των μνημονίων, η ψήφισή της δεν είναι δημοκρατική. Πρόκειται  για έναν ισχυρισμό που αρνείται το ισχύον δημοκρατικό πλαίσιο αφού στην πραγματικότητα υποστηρίζεται ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι από μόνη της αρκετή για να ψηφίζονται νόμοι που δεσμεύουν τους πολίτες.

Για να καταστούν δεσμευτικοί οι νόμοι χρειάζεται επιπλέον και η αποδοχή κάποιας πλειοψηφίας.  Φυσικά όσοι υποστηρίζουν αυτήν την άποψη δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν στα διάφορα ερωτήματα που ανακύπτουν: Πώς θα διαπιστώνεται κάθε φορά η λαϊκή πλειοψηφία; Με δημοσκοπήσεις ή με αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα; Την απόφαση του εκλογικού σώματος θα καλείται να την εφαρμόσει η κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής ή θα διεξάγονται εκλογές; Τι θα συμβεί αν αλλάξει γνώμη το εκλογικό σώμα;

Πρόκειται για θέσεις που δεν αντέχουν σε σοβαρό έλεγχο και ανάλυση. Με πρόσχημα τη λαϊκή πλειοψηφία και την αναζήτηση μιας, υποτίθεται, πιο ουσιαστικής δημοκρατίας, τροφοδοτείται μια συζήτηση που στην πραγματικότητα αλλοιώνει το χαρακτήρα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ωθεί προς την  εγκαθίδρυση νέου πολιτεύματος. Αυτός είναι ο φόβος. Όποιος όμως καλεί τους πολίτες σε αλλαγή πολιτεύματος, οφείλει να το πει καθαρά και να πείσει για την αλλαγή καθεστώτος που προτείνει. Οφείλει επίσης να αποσαφηνίσει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του νέου καθεστώτος. Το ρόλο αυτό φοβάμαι ότι ονειρεύεται να παίξει η σημερινή κυβέρνηση μέσω της δέσμης θεσμικών αλλαγών που εισάγει στο δημόσιο διάλογο.

Προάγγελος αυτής της προσπάθειας ήταν το επικίνδυνο δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού. Αν και για πρώτη φορά στα χρονικά η γνώμη της πλειοψηφίας δεν άσκησε καμία ουσιαστική επιρροή, το δημοψήφισμα επέτρεψε στην κυβέρνηση να αποσείσει από πάνω της την ευθύνη για την αποτυχημένη διαπραγμάτευση που  προηγήθηκε. Κυρίως, όμως, της  επέτρεψε -κι αυτό είναι που με φοβίζει πιο πολύ- να ξανανοίξει κάποιες συζητήσεις ότι δήθεν αποκατέστησε την πραγματική δημοκρατία στη χώρα μας. Το γενικό μήνυμα που δόθηκε στους πολίτες ήταν ότι το δημοψήφισμα είναι κάτι «καλό» που μπορούμε ή και πρέπει να το ξανακάνουμε. Προσχώρησε, έτσι, στην άποψη ότι τα δημοψηφίσματα είναι ο ιδεώδης τρόπος λήψης των αποφάσεων. Το δοκίμασε, πέτυχε, δεν της κόστισε.

Είναι γεγονός ότι η άμεση δημοκρατία εμφανιζόταν για ένα μεγάλο διάστημα από τους υποστηρικτές της ως ιδεώδες με μόνο, αλλά μοιραίο μειονέκτημα το ανέφικτο της πραγματοποίησής της στις σημερινές πολυπληθείς κοινωνίες. Στις κοινωνίες μας όμως, το ιδεώδες αυτό έχει καταστεί από την τεχνολογία πολύ πιο εφικτό από την αρχαία «πόλι». Σειρά δημοσκοπήσεων και ερευνών καταγράφουν καθημερινά τη λαϊκή βούληση πάνω σε κάθε ζήτημα. Και είναι βέβαιο ότι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε,  οι διαθέσεις των πολιτών αποκαλύπτονται και επηρεάζουν.

Δεν λέμε ότι οι πολιτικοί πορεύονται με βάση τις δημοσκοπήσεις και όχι με βάση αρχές και προγράμματα; Αν συμβαίνει αυτό, τότε πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Η άμεση δημοκρατία θριαμβεύει και δεν έχουμε παρά να θεσμοθετήσουμε διαδικασίες που ήδη άτυπα υπάρχουν. Το ζήτημα είναι αν θέλουμε αυτή την εξέλιξη, αν θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας όπως το δημοψήφισμα εξασφαλίζουν την ενεργό συμμετοχή των πολιτών.

Το ότι κάτι δεν πάει καλά στην παραπάνω συλλογιστική φαίνεται από το γεγονός ότι εκφράζουμε αποδοκιμασία όταν λέμε πως οι πολιτικοί κάνουν ό,τι τους υπαγορεύουν οι δημοσκοπήσεις ή ότι χαϊδεύουν τα αυτιά των πολιτών. Η αποδοκιμασία μας εξηγείται από το ότι δεν δίνουμε μεγάλη αξία στις στιγμιαίες διαθέσεις των πολιτών, δεν δίνουμε μεγάλη αξία σε απόψεις που στηρίζονται στο θυμικό και όχι σε μια διαδικασία διαλόγου και στοχασμού.

Το έλλειμμα της σύγχρονης δημοκρατίας δεν είναι ότι οι πολίτες δεν ακούγονται, αλλά ότι ο δημόσιος διάλογος είναι επιφανειακός, ότι όλα τα ζητήματα τίθενται δημοψηφισματικά υπό τη μορφή άσπρου ή μαύρου, ενός «ναι» ή ενός «όχι».  Το έλλειμμα της σύγχρονης δημοκρατίας,  είναι η αδυναμία ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών η οποία προϋποθέτει πληροφόρηση και σοβαρό διάλογο, προϋποθέτει την ουσιαστική διαμεσολάβηση των μαζικών ενώσεων, των κομμάτων, των οργανώσεων. Φοβάμαι ότι ο θρίαμβος των μορφών άμεσης δημοκρατίας αποδεικνύεται, ολοένα και πιο πολύ, θρίαμβος του λαϊκισμού.

Ιδιαίτερα δε στη σύγχρονη εποχή, νομίζω ότι ο λαϊκισμός ευνοείται αφάνταστα από την τηλεόραση, η οποία έχοντας αναδειχθεί στο βασικό μέσο διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου μάς «ψεκάζει» καθημερινά με τόσες σαχλαμάρες που είναι δύσκολο για πολλούς να ξεχωρίσουν τις μεγάλες από τις μικρές, τις αστείες από τις επικίνδυνες. Αν και δεν θα ήθελα να γενικεύσω την ελληνική εμπειρία η οποία είναι πέραν του καλού και του κακού, η προσφορά της τηλεόρασης στον τομέα του δημόσιου διαλόγου είναι εγγενώς προβληματική. Το μεγάλο κόστος λειτουργίας επιβάλλει ένα ανελέητο κυνήγι τηλεθέασης η οποία επιδιώκει την προσέλκυση τηλεθεατών με τον εντυπωσιασμό και με την απλούστευση. Όλα τα ζητήματα, ακόμη και τα πιο σοβαρά, ακόμη και εκείνα που χρειάζονται ειδικευμένες γνώσεις, εμφανίζονται απλουστευτικά ώστε να είναι εύληπτα από όλο και πιο πολλούς θεατές. Ρίχνεις μια ματιά στις ειδήσεις και συνειδητοποιείς ότι η αποφυγή της αποβλάκωσης  έχει γίνει η πιο μεγάλη μάχη της ζωής μας.

Δεν σας κάνει εντύπωση πόση σύγχυση επικρατεί στην ελληνική κοινή γνώμη για όλα τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια τους πολίτες; Είχα ρωτήσει το Βαγγέλη Βενίζελο πώς εξηγεί ότι η κοινή γνώμη θεωρεί καταστροφικό το PSI ενώ δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος που να υποστηρίξει ότι το κούρεμα του χρέους δεν ήταν ευεργετικό για τη χώρα. Δεν είμαστε σε κανένα απολυταρχικό καθεστώς που η τηλεόραση μπορεί να κρύβει ή να παραποιεί ειδήσεις. Και η απάντησή του, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν «τον Αυτιά και τον Παπαδάκη εγώ δεν μπορώ να τους ανταγωνιστώ». Αν δεν μπορεί ο Βενιζέλος να τους ανταγωνιστεί, τότε ποιος μπορεί;

Πέρα από τις αντιρρήσεις μου στη διακυβέρνηση  με δημοψηφίσματα,  έντονη είναι και η διαφωνία μου με τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Γιατί τι άλλο μπορεί να προμηνύει η εξαγγελία για άμεση εκλογή του Προέδρου αν όχι τη διεύρυνση των συνταγματικών του αρμοδιοτήτων; Προς το παρόν βέβαια η κυβέρνηση δεν έχει αποκαλύψει με λεπτομέρειες τις προθέσεις επί του θέματος με συνέπεια να μην έχουμε πλήρη εικόνα για τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες με τις οποίες επιθυμεί να εξοπλίσει τον Πρόεδρο. Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: αν κάτι τέτοιο επιχειρηθεί,  θα αποδυναμωθεί περαιτέρω ο ρόλος του Πρωθυπουργού ως ουσιαστικού ηγέτη της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμα χειρότερα, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι στα κράτη που υιοθετούν προεδρικά συστήματα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας  είναι ο θεσμικός εκείνος παράγοντας που προκηρύσσει τα δημοψηφίσματα. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη εύνοια της κυβέρνησης προς το θεσμό των δημοψηφισμάτων, θα πλήξει καίρια τη μορφή του πολιτεύματος ως αντιπροσωπευτικού.

Αν δε, πάρουμε στα σοβαρά και τις πρόσφατες εξαγγελία μελών της κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού συστήματος σε απλή αναλογική, τότε δεν είναι υπερβολικό να μιλήσουμε για κίνδυνο να αποδυναμωθεί σοβαρά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Δύο είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά που  προβάλλονται υπέρ της απλής αναλογικής: Το πρώτο υπογραμμίζει τη σημασία της ισοδυναμίας της ψήφου. Το δεύτερο σχετίζεται με την επιτακτική ανάγκη να πέσουν οι τόνοι, να αποφορτισθεί το πολιτικό κλίμα και να αναζητηθούν ευρύτερες συναινέσεις μέσα στο Κοινοβούλιο. «Τα δύο αυτά στοιχήματα μόνο μέσω της απλής αναλογικής μπορούμε να τα κερδίσουμε», λένε οι οπαδοί της.

Διαφωνώ ριζικά με αυτές τις εκτιμήσεις. Σκοπός του εκλογικού συστήματος δεν είναι η διαφύλαξη της ισοδυναμίας της ψήφου αλλά η ανάδειξη κυβέρνησης. Πουθενά στον κόσμο δεν έχει πια οπαδούς η απλή αναλογική. Πρέπει να το καταλάβουμε. Στην παρούσα συγκυρία, μάλιστα, η υιοθέτησή της μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική διότι χωρίς μπόνους, με τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων θα είναι πολύ δύσκολο να σχηματισθούν σταθερές κυβερνήσεις με αποτέλεσμα η πραγματική εξουσία να μην περνά από τη Βουλή. Αν πειραματιστούμε με την απλή αναλογική φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα θα είναι να εξανεμιστεί η δύναμη του Πρωθυπουργού, θα έχουμε έναν Πρωθυπουργό αδύναμο και δέσμιο δυσκίνητων και αντιφατικών συνασπισμών. Είναι πολύ προτιμότερο να διατηρήσουμε τα πλειοψηφικά στοιχεία του συστήματός μας διορθώνοντας φυσικά την υπερβολή του μπόνους των 50 εδρών.

Ακούω ότι ο κ. Μητσοτάκης, όπως ακριβώς στο παρελθόν ο Σαμαράς, δεν θέλει να περιοριστεί το μπόνους διότι προφανώς υπολογίζει ότι στις επόμενες εκλογές θα βγει η ΝΔ πρώτο κόμμα και το χρειάζεται. Φυσικά, όποιος βγει δεύτερος φαίνεται να τα χάνει όλα, διότι το μπόνους των 50 εδρών είναι τόσο υψηλό ώστε ουσιαστικά αποκλείει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα (εκτός από τη δυνατότητα συμμαχίας με το πρώτο).  Το πρόβλημα της δημοκρατίας μας δεν είναι κάποια ελλιπής αντιπροσώπευση. Είμαστε η χώρα με την πιο κατακερματισμένη Βουλή στην Ευρώπη. Οκτώ κόμματα συμμετέχουν σήμερα στη Βουλή και επτά στην προηγούμενη, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά βοήθησε στην ποιοτική αναβάθμιση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Η ελπίδα ότι ο κατακερματισμός αναγκαστικά οδηγεί σε συναινέσεις αποτελεί ευσεβή πόθο. Όσο και αν θα το θέλαμε δυστυχώς τα προβλήματά μας δεν λύνονται με κάποιο τέχνασμα όπως τα δημοψηφίσματα ή η εισαγωγή της απλής αναλογικής. Το ακριβώς αντίθετο. Τέτοιες αλλαγές έχουν τη δύναμη, ακόμη και κάτι τέτοιο δεν είναι στα σχέδια της κυβέρνησης, να υπονομεύσουν το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα οδηγώντας μας μια ώρα αρχύτερα στην καταστροφή. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές αυτές οι προτάσεις. Σας ευχαριστώ.

Δευτερολογία Σταύρου Τσακυράκη

Κάποιος πολύ σωστά είπε ότι δεν μπορούν να αναθεωρηθούν οι βασικές αρχές του πολιτεύματός μας. Επομένως, αναρωτήθηκε, μήπως είναι υπερβολικοί οι φόβοι για αλλοίωση του πολιτεύματος.

Αυτό ακριβώς που φοβάμαι είναι πως γλιστράμε προς μια αλλοίωση του πολιτεύματος. Δεν είναι ανάγκη να βγούμε και να πούμε «ξέρεις, άλλαξε το σύστημα της Ελλάδας και έγινε προεδρικό» αλλά αυτό θα γίνει εκ των πραγμάτων με την απλή αναλογική κι έναν αποδυναμωμένο Πρωθυπουργό, ο οποίος ανά πάσα στιγμή θα εξαρτά την παραμονή του στην εξουσία από μια ασταθή πλειοψηφία διαφόρων κομμάτων.

Θα έχετε ένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος αν έχει και τη δυνατότητα να   προκηρύσσει δημοψηφίσματα για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και για λόγους καθαρά πολιτικής, αν του δώσετε και τις εξουσίες που προτείνει ο Νίκος και τις οποίες εγώ κοιτάζω με μεγάλη δυσπιστία, δηλαδή να διορίζει τους δικαστές, θα υπάρχει σίγουρα διολίσθηση σε προεδρικό μοντέλο διακυβέρνησης. Όχι, βέβαια ότι θέλω οι δικαστές να διορίζονται μόνοι τους, για να είμαι πολύ καθαρός ως προς αυτό το σημείο. Για τη δικαστική εξουσία έχω πολλές απόψεις, έχω μεγάλο πρόβλημα με διάφορες ρυθμίσεις, δεν θέλω να το αγγίξω τώρα, αλλά λέω, αν εκχωρήσεις στον ΠτΔ την εξουσία που τώρα την έχει το Υπουργικό Συμβούλιο, αν του εκχωρήσεις και τον διορισμό των ανεξάρτητων Αρχών, του δίνεις κομμάτια Διοίκησης σημαντικά. Και τι θέλετε να μου πείτε, ότι με αυτόν τον τρόπο δεν έχετε ήδη γλιστρήσει σε ένα ημιπροεδρικό ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε σύστημα; Αυτό εγώ το φοβάμαι.

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτή η Κυβέρνηση έχει σχέδιο ή οτιδήποτε. Αλλά να σας το πω πολύ χοντρά: ο Τσίπρας μπορεί να σκέφτεται «εντάξει να ξανακερδίσω εκλογές… Και να τις ξανακερδίσω, με ποιους θα κάνω Κυβέρνηση…;» δηλαδή ακόμη και εάν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος άνθρωπος για να πιστεύει ότι θα μπορέσει σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση να είναι πρώτο κόμμα το δικό του, δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι και ο Πρωθυπουργός της χώρας. Μπορεί όμως να είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας με όλες αυτές τις εξουσίες και με Πρωθυπουργούς που μπορεί να τους «παίζει», και για αυτό εμένα δεν μου αρέσουν αυτού του είδους οι ρυθμίσεις που προτείνονται.

Και γι’ αυτό θα σας έλεγα ότι δεν πειράζει να δώσετε παραπάνω ρυθμιστικές αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Δεν φοβάμαι μην τυχόν αντί να διορίσει Πρωθυπουργό τον x διορίζει τον ψ, αυτά δεν τα φοβάμαι στη σημερινή εποχή. Δεν θέλω να έχει κομμάτια ουσιαστικής εξουσίας της εκτελεστικής εξουσίας και να τα ασκεί. Σας ευχαριστώ.

30 Ιουνίου 2016

 

 

Posted in Uncategorized | Leave a comment

Πρέπει να είναι αδίκημα η εξύβριση;

Πριν από λίγους μήνες φίλος δημοσιογράφος ζήτησε τη γνώμη μου για το κατά πόσον ένα κείμενό του μπορούσε να θεωρηθεί επιλήψιμο. Θα πείτε εσύ δεν μπόρεσες να αποφύγεις τη μήνυση για τον εαυτό σου και έδινες συμβουλές σε άλλους. Το περιστατικό συνέβη πριν ακόμη μηνυθώ και μολονότι για την νομική μου άποψη δεν είχα καμία αμφιβολία, δεν μπορούσα να κάνω καμία ασφαλή πρόβλεψη για το πώς θα κρίνουν τα δικαστήρια. Αυτή η αίθουσα είναι γεμάτη νομικούς και δικηγόρους. Σας καλώ να θέσετε στον εαυτό σας το εξής ερώτημα: μπορείτε να προβλέψετε με σχετική (τονίζω το σχετική) ακρίβεια τη δικαστική κρίση για το κατά πόσον ένα κείμενο προστατεύεται ή όχι από την ελευθερία του λόγου;

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια θα μπορούσε κανένας να πει ότι η αμφιβολία δεν αφορούσε τον εν στενή εννοία πολιτικό λόγο. Μπορεί κινηματογραφικές ταινίες, όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», λεξικά, όπως αυτό του Μπαμπινιώτη, βιβλία, όπως το «Μ εις τη νιοστή» του Ανδρουλάκη, εκθέσεις ζωγραφικής, όπως το Outlook, να είχαν περιπέτειες με τη δικαστική εξουσία, όμως, οι πολιτικές διαμάχες σπάνια έφταναν στα δικαστήρια. Δεν έφταναν ακόμη και σε περιπτώσεις ακραίας αθυροστομίας (σκέφτομαι π.χ. δηλώσεις του Ευ. Γιαννόπουλου) ή προφανώς επιλήψιμων δημοσιευμάτων, όπως η δημοσίευση γυμνών φωτογραφιών της γυναίκας του Πρωθυπουργού ή η πλαστή φωτογραφία που εμφάνιζε ως Ναζί τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Νομίζω ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός ότι η λογοκριτική διάθεση της κοινωνίας εξαντλούνταν κατά της τέχνης, της επιστήμης και της έρευνας αφήνοντας αλώβητο τον πολιτικό λόγο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει μεγάλη απώλεια όποτε ο λόγος έχανε στα δικαστήρια.

Η παραπάνω κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Ολοένα και πιο πολλοί πολιτικοί (ακόμη και αρχηγοί κομμάτων) προσφεύγουν στα δικαστήρια επιδιώκοντας «δικαίωση» με την καταδίκη αντιπάλων πολιτικών για δυσφημιστικά ή υβριστικά σχόλια. Ολοένα και πιο πολλά δημόσια πρόσωπα, ακόμη και δημοσιογράφοι  ζητούν από τα δικαστήρια να επιβάλουν κυρώσεις για λόγο που θεωρούν προσβλητικό. Στο κατάλογο αυτών προστέθηκε πρόσφατα και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Με άλλα λόγια, τα τελευταία χρόνια έπαψε να υπάρχει η εν τοις πράγμασι ασυλία του εν στενή εννοία πολιτικού λόγου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να προβλέψει τι προστατεύεται και τι όχι. Πρόκειται για μια εξέλιξη που μπορεί να ήταν αναμενόμενη αλλά δεν παύει να είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.

Ήταν αναμενόμενη διότι τα όρια μεταξύ πολιτικού λόγου και άλλων μορφών έκφρασης δεν είναι σαφή και αν δεν υπάρχουν σταθερά κριτήρια προστασίας της έκφρασης γενικά, αν για παράδειγμα ο καλλιτεχνικός ή επιστημονικός λόγος λογοκρίνονται απροβλημάτιστα, αργά ή γρήγορα θα περιοριστεί αναπόδραστα και ο πολιτικός λόγος. Είναι μια εξέλιξη ιδιαίτερα ανησυχητική διότι πολύ απλά όταν περιορίζεται η ελευθερία του λόγου περιορίζεται η δημοκρατία. Και φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να ανακοπεί αν η νομολογία δεν υιοθετήσει κάποια σταθερά κριτήρια προστασίας του λόγου.

Δεν είναι της ώρας μια συνολική κριτική της νομολογίας για την ελευθερία του λόγου. Θεωρώ, όμως, ότι μια συζήτηση για την έννοια της εξύβρισης μπορεί να βοηθήσει στο να διαλυθούν διάφορες παρανοήσεις. Το αδίκημα της εξύβρισης είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πλέον αμφιλεγόμενα και τούτο διότι οι ύβρεις δεν είναι παρά ακατέργαστες αξιολογικές κρίσεις και η απαγόρευση αξιολογικών κρίσεων είναι πάντοτε ιδιαίτερα προβληματική. Έχουμε σε μια κοινωνία δικαίωμα να εκφράζουμε την κρίση μας για τους άλλους, ναι ή όχι; Έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε την κακή γνώμη που έχουμε για τους άλλους ναι ή όχι; Μην βιαστείτε να απαντήσετε αρνητικά λέγοντας ότι πρέπει να προστατεύεται η τιμή και η υπόληψη του καθενός. Όχι μόνο δεν είναι νοητό η έννομη τάξη να συντρέχει κάποιον ώστε οι συμπολίτες του να έχουν καλή γνώμη για αυτόν, όχι μόνον δεν είναι νοητό να επιβάλλεται διά νόμου μια ανακριβής εικόνα για κάποιον αλλά θα μπορούσαμε να σκεφτούμε χιλιάδες λόγους για τους οποίους πρέπει να ενθαρρύνεται η έκφραση γνώμης. Π.χ. έχω ανάγκη να ακούσω τι πραγματικά σκέφτονται οι άλλοι για μένα ώστε να μπορέσω να επανεξετάσω την πορεία μου, να ελέγξω τη ζωή μου.

Αν, όπως πιστεύω, απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα που έθεσα, αν δηλαδή δεχθούμε ότι έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε τη γνώμη μας για τους άλλους, τότε η απαγόρευση των καταφρονητικών χαρακτηρισμών και των ύβρεων, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο τρόπο που εκφράζουμε την κρίση μας, στις λέξεις που χρησιμοποιούμε και όχι στην ουσία της κρίσης μας. Αυτό, όμως, όχι μόνο σημαίνει ότι απαγορεύουμε τη χρήση κάποιων λέξεων γιατί τις θεωρούμε χυδαίες ή απρεπείς αλλά κατ’ αποτέλεσμα περιορίζουμε μόνο την έκφραση των πιο απαίδευτων πολιτών, οι οποίοι δεν κάθονται να ψειρίσουν την έκφρασή τους, πετούν ένα «μαλάκας» και ξεμπερδεύουν με την κρίση τους για τον άλλο. Οι πιο μορφωμένοι πολίτες δεν έχουν ανάγκη να χρησιμοποιήσουν απαγορευμένες λέξεις βρίσκουν εκλεπτυσμένους τρόπους για να εκφράσουν την καταφρονητική γνώμη τους.

Ελπίζω να μην δημιουργήθηκε η παρεξήγηση ότι επιθυμώ να διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος με ύβρεις. Φυσικά και είμαι υπέρ της πολιτισμένης συζήτησης, η οποία άλλωστε είναι πάντοτε πιο ουσιαστική, επιμένω, όμως, ότι οι υβριστικές αξιολογικές κρίσεις δεν έχουν πειστική δικαιολογία απαγόρευσης. Θεωρώ ότι μόνο οι κατά πρόσωπο ύβρεις πρέπει να απαγορεύονται, όχι επειδή θίγουν την τιμή και την υπόληψη αλλά διότι είναι πιθανό να προκαλέσουν καυγά και διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης. Πάντως η αίσθησή μου είναι ότι το αδίκημα της εξύβρισης έχει πλέον περιοριστεί μόνο στον γραπτό λόγο. Πολύ σπάνιες είναι οι υποθέσεις εξύβρισης για κάτι που ακούστηκε στο καφενείο ή σε μια κοινωνική συνάντηση και αυτό σημαίνει ότι στη καθημερινότητα της κοινωνικής ζωής είναι αποδεκτές οι διάφορες κρίσεις ακόμη και όταν αυτές εκφράζονται με πάθος και οξύτητα, ακόμη κι αν είναι υβριστικές.

Τώρα, αν η απαγόρευση εξύβρισης απλών πολιτών είναι προβληματική, η ποινικοποίηση της εξύβρισης δημοσίων προσώπων και κρατικών λειτουργών είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του λόγου. Οι πολίτες ως μέλη του εκλογικού σώματος δεν ασκούν την κυριαρχία τους μόνο τη στιγμή της κάλπης αλλά ελέγχουν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, ασκώντας συχνά σφοδρότατη κριτική εναντίον τους. Ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος ισοδυναμεί με περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας. Τέτοιον ακριβώς περιορισμό συνιστούσε το αδίκημα της περιύβρισης αρχής, το οποίο ποινικοποιούσε την κριτική με πρόφαση την προστασία του κύρους του φορέα της κρατικής εξουσίας. Αυτό που στη πραγματικότητα περιοριζόταν ήταν το δικαίωμα των πολιτών να ελέγχουν την εξουσία και ο περιορισμός αυτός αποτελούσε πλήγμα κατά της δημοκρατίας. Πρέπει να είναι σαφές ότι δεν απαιτείται απλώς κάποια ανοχή της κρατικής εξουσίας στην κριτική εναντίον της αλλά η απόλυτη ελευθερία των αξιολογικών κρίσεων. Η έννοια της εξύβρισης της κρατικής εξουσίας απλούστατα δεν υφίσταται σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Το ασύμβατο της εξύβρισης της κρατικής εξουσίας με τη δημοκρατία αναγνωρίστηκε με την κατάργηση του αδικήματος της περιύβρισης αρχής το 1993. Ο ίδιος δε ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 367  προβλέπει ότι δεν είναι άδικες πράξεις οι δυσφημιστικές ή εξυβριστικές εκφράσεις «που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την  άσκηση  νόμιμης εξουσίας  ή  για  την  διαφύλαξη  (προστασία)  δικαιώματος  ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον». Η διάταξη αυτή θα παρείχε πλήρη προστασία σε κάθε επικριτική έκφραση που θα στρεφόταν κατά κρατικού λειτουργού, αν δεν υπήρχε η ρύθμιση της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 367, η οποία  ουσιαστικά αίρει την προαναφερθείσα προστασία ορίζοντας ότι η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται «όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις  υπό  τις  οποίες  τελέστηκε  η  πράξη,  προκύπτει  σκοπός εξύβρισης.» Η ελληνική νομολογία θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον σκοπό εξύβρισης ως εξαίρεση από την αρχή της ελευθερίας έκφρασης, θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει έμφαση στις περιστάσεις και να απαιτεί να στοιχειοθετείται μόνον όταν ο λόγος συνοδεύεται και από κάποιες προσβλητικές πράξεις. Αντί, όμως, μιας ερμηνείας που θα διέσωζε την ελευθερία του λόγου προτιμά να συναγάγει σκοπό εξύβρισης από το περιεχόμενο του λόγου, επαναφέροντας έτσι από την πίσω πόρτα το αδίκημα της περιύβρισης αρχής.

Τα κρατικά όργανα δεν έχουν τιμή και υπόληψη, η κρατική δράση τους επικαλύπτει τις όποιες άλλες δραστηριότητές τους. Να συζητήσουμε αν θέλετε πόσο χώρο ιδιωτικότητας μπορεί να έχουν αλλά δεν είναι δυνατόν να συζητάμε κατά πόσον είναι ή όχι επιτρεπτές αξιολογικές κρίσεις για τη δράση τους. Δεν είναι δυνατόν να συνδέουμε τη δράση τους με τη τιμή και την υπόληψη τους και να την προστατεύουμε με απειλή κυρώσεων. Ακόμη και όσοι υποστηρίζουν ότι έχει νόημα η προστασία της τιμής και της υπόληψης κάποιου ιδιώτη, πρέπει να παραδεχθούν ότι πλήττεται η δημοκρατία, όταν προστατεύεται ποινικά η τιμή των κρατικών αξιωματούχων. Δεν οφείλω καμία εκτίμηση ή σεβασμό προς οποιοδήποτε όργανο, είτε πρόκειται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είτε για τον Πρωθυπουργό είτε για την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Και η δημοκρατία μου παρέχει κάθε δικαίωμα να εκφράζω δημόσια την καταφρόνησή μου προς κάθε κυβερνητικό αξιωματούχο.

Η ελληνική νομολογία έχει εφεύρει μία ερμηνεία για την έννοια του σκοπού εξύβρισης που σε κάποιους φαίνεται εύλογη, αλλά στην πραγματικότητα είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του λόγου. Σύμφωνα με αυτήν σκοπός εξύβρισης προκύπτει όταν τα ίδια νοήματα μπορούν να εκφραστούν με ηπιότερες φράσεις, όταν δεν θεωρούνται αναγκαίες οι συγκεκριμένες εκφράσεις για την άσκηση της κριτικής. Η άποψη αυτή παραγνωρίζει ότι από την μία πλευρά ο λόγος φαίνεται να μην είναι ποτέ αναγκαίος. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορεί να λεχθεί με διαφορετικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο λόγος που εκστομίζει κάποιος είναι αυτός που τον εκφράζει καλύτερα και, άρα, υπό την έννοια αυτή είναι πάντοτε απολύτως  αναγκαίος.

Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στον καλλιτεχνικό λόγο.  Ακούστε ένα απόσπασμα από τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς: «Φίλησε τα στρογγυλά απαλά κίτρινα μυρωδάτα πεπόνια του κώλου της, σε κάθε στρογγυλό πεπονικό ημισφαίριο, στο απαλό κίτρινο αυλάκι τους, με σκοτεινό, παρατεταμένο πεπονομύριστο ασπασμό.” (Οδυσσέας κεφ. 17).. Φαντάζομαι ότι όλο και θα κάποιος θα βρεθεί να πει ότι δεν ήταν αναγκαίος ο λόγος αυτός για την περιγραφή που επιθυμούσε ο συγγραφέας. Εγώ σας καλώ να συμφωνήσετε ότι μόνο με αυτά τα λόγια μπορούσε να εκφραστεί ο Τζόυς.

 

Ομιλία στη εκδήλωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών για την Ελευθερία του Λόγου 5 Απριλίου 2016

 

Posted in Ομιλίες, Uncategorized | Tagged , | Leave a comment

Πρέπει να είναι αδίκημα η εξύβριση;

Posted in Ομιλίες, Uncategorized | Tagged , | Leave a comment