Ευχαριστώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο για την πρόσκληση. Θα ξεκινήσω με μια κοινοτοπία: η χώρα μας βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της πρόσφατης ιστορίας της. Δεν έχουμε ένα πρόβλημα αλλά χιλιάδες. Το οικονομικό πρόβλημα είναι πρόδηλο αλλά η κρίση ανέδειξε και όλα τα αδιέξοδα στα οποία οδηγηθήκαμε ως κοινωνία, τις φοβερές αδυναμίες του πολιτικού προσωπικού, των κρατικών λειτουργών, των συνδικαλιστών, των δικαστών, των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, την έλλειψη εμπέδωσης των δημοκρατικών αξιών και του σεβασμού στα δικαιώματα των άλλων.
Αμφιβάλλω αν στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης καταφέραμε να στοχαστούμε γύρω από το θεμελιώδες ερώτημα που αφορά το είδος της κοινωνίας στην οποία θα θέλαμε να ζήσουμε. Αμφιβάλλω επίσης αν κατορθώσαμε να εμπεδώσουμε όσο θα έπρεπε την ουσιαστική φιλοσοφία της δημοκρατίας. Για ένα πράγμα, όμως, δεν έχω αμφιβολία: η κατάρρευση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και η οριστική έκπτωση του βασιλιά, έδωσε τέλος στις αλλεπάλληλες πολιτειακές κρίσεις του 20ου αιώνα ανοίγοντας το δρόμο στην πιο μακρά περίοδο ομαλής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία μας. Σταματήσαμε τις αντιπαραθέσεις για τη γνησιότητα των εκλογών, για το ποιος πρέπει να διοριστεί Πρωθυπουργός και αφήσαμε πίσω τις ταραγμένες περιόδους ενός εύθραυστου δημοκρατικού πολιτεύματος. Η σημασία αυτού του επιτεύγματος δεν είναι μικρή.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα στην Ελλάδα οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού δεν τηρούνταν ή υπήρχε τουλάχιστον καχυποψία ότι δεν θα τηρηθούν. Άφθονο μελάνι έχει χυθεί για την αρχή της δεδηλωμένης, για τις διερευνητικές εντολές, για την αυθεντικότητα της ψήφου, για τις αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα και τις άλλες οργανωτικές αρχές του πολιτεύματός μας. Μετά τη μεταπολίτευση, αμφισβητήσεις για τους κανόνες διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού δεν υπήρξαν. Και φυσικά όλοι ευχόμαστε να μην υπάρξουν. Όσο σκληρά και αν κριτικάρουμε το σημερινό πολιτικό σύστημα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μας εγγυήθηκε τη διαρκέστερη περίοδο δημοκρατικής διακυβέρνησης στην ιστορία μας.
Τώρα, λοιπόν, σε αυτή τη στιγμή της μεγάλης κρίσης, πρέπει να προσέξουμε μήπως χάσουμε και αυτά που θεωρούμε ότι έχουμε κατακτήσει. Και ένας από τους λόγους που μπορούμε να οδηγηθούμε εκεί, είτε ηθελημένα είτε από ατύχημα, είναι η κατεύθυνση στην οποία φαίνεται να κινούνται οι προτάσεις της κυβέρνησης για συνταγματική αναθεώρηση. Γιατί νομίζω ότι, αν σε ένα πράγμα σταθήκαμε τυχεροί τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η βαθιά κρίση, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν έθεσε σε δοκιμασία τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Το μόνο παρατράγουδο ήταν το δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού. Όχι μόνο γιατί οι ψήφοι των πολιτών για πρώτη φορά δεν μέτρησαν, δεν λήφθηκαν ουσιαστικά υπ’ όψη, αλλά και επειδή καλλιέργησε την εντύπωση ότι μπορούμε να ξεμπερδεύουμε με τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι άσκησης πολιτικής στη σύγχρονη δημοκρατία, που μπορούν να επιλύσουν τα μεγάλα ζητήματα της πολιτικής.
Δεν είναι, όμως, τα δημοψηφίσματα ο μόνος λόγος ανησυχίας. Ακούσαμε, για παράδειγμα, κυβερνητικά σχέδια για άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τους πολίτες. Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, τότε όχι μόνο θα ενισχυθεί de facto ο ρόλος του Προέδρου αλλά ενδέχεται να περάσουν και τυπικά εξουσίες από τον Πρωθυπουργό στον Πρόεδρο, ενισχύοντας τα προεδρικά στοιχεία του πολιτεύματος. Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, τότε θα ενισχυθεί de facto ο ρόλος του ΠτΔ, ακόμη και εάν δεν περάσουν και τυπικά εξουσίες από τον Πρωθυπουργό στον ΠτΔ, κάτι που βεβαίως φαίνεται ότι θα γίνει. Ο συνδυασμός αυτός θα δημιουργήσει έναν ισχυρότατο καινούργιο πόλο εξουσίας.
Επιπλέον, ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι και οι απανωτές δηλώσεις μελών της κυβέρνησης με τις οποίες τάσσονται υπέρ της απλής αναλογικής. Αυτά τα τρία στοιχεία, δηλαδή τα δημοψηφίσματα, η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και η απλή αναλογική, ιδίως αν συνδυασθούν, θεωρώ ότι μπορούν να οδηγήσουν – είτε το επιδιώκει η κυβέρνηση είτε όχι (ποιος μπορεί άλλωστε να πει με σιγουριά αν έχουν κάποιο σχέδιο σε οποιοδήποτε θέμα;) – στην υπονόμευση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μια τέτοια μετάλλαξη του πολιτεύματος όχι μόνο δεν πιστεύω ότι θα λύσει τα μεγάλα μας προβλήματα, αλλά φοβάμαι ότι θα τα επιδεινώσει.
Όσον αφορά ειδικότερα τα δημοψηφίσματα, νομίζω ότι η όποια γοητεία ασκεί η άμεση δημοκρατία στην ελληνική κοινή γνώμη, μπορεί να αποδοθεί στην ψευδαίσθηση ότι εξασφαλίζει στους πολίτες μια ενεργό συμμετοχή. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια συμμετοχή που προσεγγίζει μόνον επιφανειακά τα προβλήματα. Συστατικό στοιχείο της είναι η απλούστευση, ακόμη και των πιο σοβαρών και πολύπλοκων ζητημάτων και προωθητική της δύναμη, το θυμικό των πολιτών. Ένα θυμικό το οποίο σπεύδουν να ερεθίσουν οι κάθε λογής πολιτικάντηδες και δημαγωγοί.
Το επιχείρημα που συνήθως προβάλλεται από τους οπαδούς του δημοψηφίσματος είναι ότι η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί ικανοποιητικά. «Δημοκρατία είναι αυτή που έχουμε;» σου λένε. Όταν μάλιστα τους ζητείς διευκρινίσεις για το τι θεωρούν αυτοί σωστή δημοκρατία, οι περισσότεροι αντιδρούν επικαλούμενοι τη λαϊκή πλειοψηφία. Λένε π.χ. ότι αφού η συντριπτική πλειοψηφία είναι αντίθετη με τις ρυθμίσεις των μνημονίων, η ψήφισή της δεν είναι δημοκρατική. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που αρνείται το ισχύον δημοκρατικό πλαίσιο αφού στην πραγματικότητα υποστηρίζεται ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι από μόνη της αρκετή για να ψηφίζονται νόμοι που δεσμεύουν τους πολίτες.
Για να καταστούν δεσμευτικοί οι νόμοι χρειάζεται επιπλέον και η αποδοχή κάποιας πλειοψηφίας. Φυσικά όσοι υποστηρίζουν αυτήν την άποψη δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν στα διάφορα ερωτήματα που ανακύπτουν: Πώς θα διαπιστώνεται κάθε φορά η λαϊκή πλειοψηφία; Με δημοσκοπήσεις ή με αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα; Την απόφαση του εκλογικού σώματος θα καλείται να την εφαρμόσει η κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής ή θα διεξάγονται εκλογές; Τι θα συμβεί αν αλλάξει γνώμη το εκλογικό σώμα;
Πρόκειται για θέσεις που δεν αντέχουν σε σοβαρό έλεγχο και ανάλυση. Με πρόσχημα τη λαϊκή πλειοψηφία και την αναζήτηση μιας, υποτίθεται, πιο ουσιαστικής δημοκρατίας, τροφοδοτείται μια συζήτηση που στην πραγματικότητα αλλοιώνει το χαρακτήρα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ωθεί προς την εγκαθίδρυση νέου πολιτεύματος. Αυτός είναι ο φόβος. Όποιος όμως καλεί τους πολίτες σε αλλαγή πολιτεύματος, οφείλει να το πει καθαρά και να πείσει για την αλλαγή καθεστώτος που προτείνει. Οφείλει επίσης να αποσαφηνίσει τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του νέου καθεστώτος. Το ρόλο αυτό φοβάμαι ότι ονειρεύεται να παίξει η σημερινή κυβέρνηση μέσω της δέσμης θεσμικών αλλαγών που εισάγει στο δημόσιο διάλογο.
Προάγγελος αυτής της προσπάθειας ήταν το επικίνδυνο δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού. Αν και για πρώτη φορά στα χρονικά η γνώμη της πλειοψηφίας δεν άσκησε καμία ουσιαστική επιρροή, το δημοψήφισμα επέτρεψε στην κυβέρνηση να αποσείσει από πάνω της την ευθύνη για την αποτυχημένη διαπραγμάτευση που προηγήθηκε. Κυρίως, όμως, της επέτρεψε -κι αυτό είναι που με φοβίζει πιο πολύ- να ξανανοίξει κάποιες συζητήσεις ότι δήθεν αποκατέστησε την πραγματική δημοκρατία στη χώρα μας. Το γενικό μήνυμα που δόθηκε στους πολίτες ήταν ότι το δημοψήφισμα είναι κάτι «καλό» που μπορούμε ή και πρέπει να το ξανακάνουμε. Προσχώρησε, έτσι, στην άποψη ότι τα δημοψηφίσματα είναι ο ιδεώδης τρόπος λήψης των αποφάσεων. Το δοκίμασε, πέτυχε, δεν της κόστισε.
Είναι γεγονός ότι η άμεση δημοκρατία εμφανιζόταν για ένα μεγάλο διάστημα από τους υποστηρικτές της ως ιδεώδες με μόνο, αλλά μοιραίο μειονέκτημα το ανέφικτο της πραγματοποίησής της στις σημερινές πολυπληθείς κοινωνίες. Στις κοινωνίες μας όμως, το ιδεώδες αυτό έχει καταστεί από την τεχνολογία πολύ πιο εφικτό από την αρχαία «πόλι». Σειρά δημοσκοπήσεων και ερευνών καταγράφουν καθημερινά τη λαϊκή βούληση πάνω σε κάθε ζήτημα. Και είναι βέβαιο ότι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, οι διαθέσεις των πολιτών αποκαλύπτονται και επηρεάζουν.
Δεν λέμε ότι οι πολιτικοί πορεύονται με βάση τις δημοσκοπήσεις και όχι με βάση αρχές και προγράμματα; Αν συμβαίνει αυτό, τότε πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Η άμεση δημοκρατία θριαμβεύει και δεν έχουμε παρά να θεσμοθετήσουμε διαδικασίες που ήδη άτυπα υπάρχουν. Το ζήτημα είναι αν θέλουμε αυτή την εξέλιξη, αν θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας όπως το δημοψήφισμα εξασφαλίζουν την ενεργό συμμετοχή των πολιτών.
Το ότι κάτι δεν πάει καλά στην παραπάνω συλλογιστική φαίνεται από το γεγονός ότι εκφράζουμε αποδοκιμασία όταν λέμε πως οι πολιτικοί κάνουν ό,τι τους υπαγορεύουν οι δημοσκοπήσεις ή ότι χαϊδεύουν τα αυτιά των πολιτών. Η αποδοκιμασία μας εξηγείται από το ότι δεν δίνουμε μεγάλη αξία στις στιγμιαίες διαθέσεις των πολιτών, δεν δίνουμε μεγάλη αξία σε απόψεις που στηρίζονται στο θυμικό και όχι σε μια διαδικασία διαλόγου και στοχασμού.
Το έλλειμμα της σύγχρονης δημοκρατίας δεν είναι ότι οι πολίτες δεν ακούγονται, αλλά ότι ο δημόσιος διάλογος είναι επιφανειακός, ότι όλα τα ζητήματα τίθενται δημοψηφισματικά υπό τη μορφή άσπρου ή μαύρου, ενός «ναι» ή ενός «όχι». Το έλλειμμα της σύγχρονης δημοκρατίας, είναι η αδυναμία ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών η οποία προϋποθέτει πληροφόρηση και σοβαρό διάλογο, προϋποθέτει την ουσιαστική διαμεσολάβηση των μαζικών ενώσεων, των κομμάτων, των οργανώσεων. Φοβάμαι ότι ο θρίαμβος των μορφών άμεσης δημοκρατίας αποδεικνύεται, ολοένα και πιο πολύ, θρίαμβος του λαϊκισμού.
Ιδιαίτερα δε στη σύγχρονη εποχή, νομίζω ότι ο λαϊκισμός ευνοείται αφάνταστα από την τηλεόραση, η οποία έχοντας αναδειχθεί στο βασικό μέσο διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου μάς «ψεκάζει» καθημερινά με τόσες σαχλαμάρες που είναι δύσκολο για πολλούς να ξεχωρίσουν τις μεγάλες από τις μικρές, τις αστείες από τις επικίνδυνες. Αν και δεν θα ήθελα να γενικεύσω την ελληνική εμπειρία η οποία είναι πέραν του καλού και του κακού, η προσφορά της τηλεόρασης στον τομέα του δημόσιου διαλόγου είναι εγγενώς προβληματική. Το μεγάλο κόστος λειτουργίας επιβάλλει ένα ανελέητο κυνήγι τηλεθέασης η οποία επιδιώκει την προσέλκυση τηλεθεατών με τον εντυπωσιασμό και με την απλούστευση. Όλα τα ζητήματα, ακόμη και τα πιο σοβαρά, ακόμη και εκείνα που χρειάζονται ειδικευμένες γνώσεις, εμφανίζονται απλουστευτικά ώστε να είναι εύληπτα από όλο και πιο πολλούς θεατές. Ρίχνεις μια ματιά στις ειδήσεις και συνειδητοποιείς ότι η αποφυγή της αποβλάκωσης έχει γίνει η πιο μεγάλη μάχη της ζωής μας.
Δεν σας κάνει εντύπωση πόση σύγχυση επικρατεί στην ελληνική κοινή γνώμη για όλα τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια τους πολίτες; Είχα ρωτήσει το Βαγγέλη Βενίζελο πώς εξηγεί ότι η κοινή γνώμη θεωρεί καταστροφικό το PSI ενώ δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος που να υποστηρίξει ότι το κούρεμα του χρέους δεν ήταν ευεργετικό για τη χώρα. Δεν είμαστε σε κανένα απολυταρχικό καθεστώς που η τηλεόραση μπορεί να κρύβει ή να παραποιεί ειδήσεις. Και η απάντησή του, που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν «τον Αυτιά και τον Παπαδάκη εγώ δεν μπορώ να τους ανταγωνιστώ». Αν δεν μπορεί ο Βενιζέλος να τους ανταγωνιστεί, τότε ποιος μπορεί;
Πέρα από τις αντιρρήσεις μου στη διακυβέρνηση με δημοψηφίσματα, έντονη είναι και η διαφωνία μου με τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Γιατί τι άλλο μπορεί να προμηνύει η εξαγγελία για άμεση εκλογή του Προέδρου αν όχι τη διεύρυνση των συνταγματικών του αρμοδιοτήτων; Προς το παρόν βέβαια η κυβέρνηση δεν έχει αποκαλύψει με λεπτομέρειες τις προθέσεις επί του θέματος με συνέπεια να μην έχουμε πλήρη εικόνα για τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες με τις οποίες επιθυμεί να εξοπλίσει τον Πρόεδρο. Ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: αν κάτι τέτοιο επιχειρηθεί, θα αποδυναμωθεί περαιτέρω ο ρόλος του Πρωθυπουργού ως ουσιαστικού ηγέτη της εκτελεστικής εξουσίας. Ακόμα χειρότερα, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι στα κράτη που υιοθετούν προεδρικά συστήματα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο θεσμικός εκείνος παράγοντας που προκηρύσσει τα δημοψηφίσματα. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη εύνοια της κυβέρνησης προς το θεσμό των δημοψηφισμάτων, θα πλήξει καίρια τη μορφή του πολιτεύματος ως αντιπροσωπευτικού.
Αν δε, πάρουμε στα σοβαρά και τις πρόσφατες εξαγγελία μελών της κυβέρνησης για αλλαγή του εκλογικού συστήματος σε απλή αναλογική, τότε δεν είναι υπερβολικό να μιλήσουμε για κίνδυνο να αποδυναμωθεί σοβαρά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Δύο είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά που προβάλλονται υπέρ της απλής αναλογικής: Το πρώτο υπογραμμίζει τη σημασία της ισοδυναμίας της ψήφου. Το δεύτερο σχετίζεται με την επιτακτική ανάγκη να πέσουν οι τόνοι, να αποφορτισθεί το πολιτικό κλίμα και να αναζητηθούν ευρύτερες συναινέσεις μέσα στο Κοινοβούλιο. «Τα δύο αυτά στοιχήματα μόνο μέσω της απλής αναλογικής μπορούμε να τα κερδίσουμε», λένε οι οπαδοί της.
Διαφωνώ ριζικά με αυτές τις εκτιμήσεις. Σκοπός του εκλογικού συστήματος δεν είναι η διαφύλαξη της ισοδυναμίας της ψήφου αλλά η ανάδειξη κυβέρνησης. Πουθενά στον κόσμο δεν έχει πια οπαδούς η απλή αναλογική. Πρέπει να το καταλάβουμε. Στην παρούσα συγκυρία, μάλιστα, η υιοθέτησή της μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική διότι χωρίς μπόνους, με τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων θα είναι πολύ δύσκολο να σχηματισθούν σταθερές κυβερνήσεις με αποτέλεσμα η πραγματική εξουσία να μην περνά από τη Βουλή. Αν πειραματιστούμε με την απλή αναλογική φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα θα είναι να εξανεμιστεί η δύναμη του Πρωθυπουργού, θα έχουμε έναν Πρωθυπουργό αδύναμο και δέσμιο δυσκίνητων και αντιφατικών συνασπισμών. Είναι πολύ προτιμότερο να διατηρήσουμε τα πλειοψηφικά στοιχεία του συστήματός μας διορθώνοντας φυσικά την υπερβολή του μπόνους των 50 εδρών.
Ακούω ότι ο κ. Μητσοτάκης, όπως ακριβώς στο παρελθόν ο Σαμαράς, δεν θέλει να περιοριστεί το μπόνους διότι προφανώς υπολογίζει ότι στις επόμενες εκλογές θα βγει η ΝΔ πρώτο κόμμα και το χρειάζεται. Φυσικά, όποιος βγει δεύτερος φαίνεται να τα χάνει όλα, διότι το μπόνους των 50 εδρών είναι τόσο υψηλό ώστε ουσιαστικά αποκλείει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα (εκτός από τη δυνατότητα συμμαχίας με το πρώτο). Το πρόβλημα της δημοκρατίας μας δεν είναι κάποια ελλιπής αντιπροσώπευση. Είμαστε η χώρα με την πιο κατακερματισμένη Βουλή στην Ευρώπη. Οκτώ κόμματα συμμετέχουν σήμερα στη Βουλή και επτά στην προηγούμενη, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά βοήθησε στην ποιοτική αναβάθμιση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.
Η ελπίδα ότι ο κατακερματισμός αναγκαστικά οδηγεί σε συναινέσεις αποτελεί ευσεβή πόθο. Όσο και αν θα το θέλαμε δυστυχώς τα προβλήματά μας δεν λύνονται με κάποιο τέχνασμα όπως τα δημοψηφίσματα ή η εισαγωγή της απλής αναλογικής. Το ακριβώς αντίθετο. Τέτοιες αλλαγές έχουν τη δύναμη, ακόμη και κάτι τέτοιο δεν είναι στα σχέδια της κυβέρνησης, να υπονομεύσουν το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα οδηγώντας μας μια ώρα αρχύτερα στην καταστροφή. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές αυτές οι προτάσεις. Σας ευχαριστώ.
Δευτερολογία Σταύρου Τσακυράκη
Κάποιος πολύ σωστά είπε ότι δεν μπορούν να αναθεωρηθούν οι βασικές αρχές του πολιτεύματός μας. Επομένως, αναρωτήθηκε, μήπως είναι υπερβολικοί οι φόβοι για αλλοίωση του πολιτεύματος.
Αυτό ακριβώς που φοβάμαι είναι πως γλιστράμε προς μια αλλοίωση του πολιτεύματος. Δεν είναι ανάγκη να βγούμε και να πούμε «ξέρεις, άλλαξε το σύστημα της Ελλάδας και έγινε προεδρικό» αλλά αυτό θα γίνει εκ των πραγμάτων με την απλή αναλογική κι έναν αποδυναμωμένο Πρωθυπουργό, ο οποίος ανά πάσα στιγμή θα εξαρτά την παραμονή του στην εξουσία από μια ασταθή πλειοψηφία διαφόρων κομμάτων.
Θα έχετε ένα Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος αν έχει και τη δυνατότητα να προκηρύσσει δημοψηφίσματα για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και για λόγους καθαρά πολιτικής, αν του δώσετε και τις εξουσίες που προτείνει ο Νίκος και τις οποίες εγώ κοιτάζω με μεγάλη δυσπιστία, δηλαδή να διορίζει τους δικαστές, θα υπάρχει σίγουρα διολίσθηση σε προεδρικό μοντέλο διακυβέρνησης. Όχι, βέβαια ότι θέλω οι δικαστές να διορίζονται μόνοι τους, για να είμαι πολύ καθαρός ως προς αυτό το σημείο. Για τη δικαστική εξουσία έχω πολλές απόψεις, έχω μεγάλο πρόβλημα με διάφορες ρυθμίσεις, δεν θέλω να το αγγίξω τώρα, αλλά λέω, αν εκχωρήσεις στον ΠτΔ την εξουσία που τώρα την έχει το Υπουργικό Συμβούλιο, αν του εκχωρήσεις και τον διορισμό των ανεξάρτητων Αρχών, του δίνεις κομμάτια Διοίκησης σημαντικά. Και τι θέλετε να μου πείτε, ότι με αυτόν τον τρόπο δεν έχετε ήδη γλιστρήσει σε ένα ημιπροεδρικό ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε σύστημα; Αυτό εγώ το φοβάμαι.
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτή η Κυβέρνηση έχει σχέδιο ή οτιδήποτε. Αλλά να σας το πω πολύ χοντρά: ο Τσίπρας μπορεί να σκέφτεται «εντάξει να ξανακερδίσω εκλογές… Και να τις ξανακερδίσω, με ποιους θα κάνω Κυβέρνηση…;» δηλαδή ακόμη και εάν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος άνθρωπος για να πιστεύει ότι θα μπορέσει σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση να είναι πρώτο κόμμα το δικό του, δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι και ο Πρωθυπουργός της χώρας. Μπορεί όμως να είναι Πρόεδρος της Δημοκρατίας με όλες αυτές τις εξουσίες και με Πρωθυπουργούς που μπορεί να τους «παίζει», και για αυτό εμένα δεν μου αρέσουν αυτού του είδους οι ρυθμίσεις που προτείνονται.
Και γι’ αυτό θα σας έλεγα ότι δεν πειράζει να δώσετε παραπάνω ρυθμιστικές αρμοδιότητες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Δεν φοβάμαι μην τυχόν αντί να διορίσει Πρωθυπουργό τον x διορίζει τον ψ, αυτά δεν τα φοβάμαι στη σημερινή εποχή. Δεν θέλω να έχει κομμάτια ουσιαστικής εξουσίας της εκτελεστικής εξουσίας και να τα ασκεί. Σας ευχαριστώ.
30 Ιουνίου 2016