Άσκηση αναθεώρησης του Συντάγματος

 

Η εργασία που ακολουθεί αποτελεί άσκηση αναθεώρησης των 25 πρώτων άρθρων του Συντάγματος, δηλαδή των άρθρων που περικλείουν τις λεγόμενες βασικές διατάξεις του Συντάγματος, καθώς επίσης και τις διατάξεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το ανά χείρας σχέδιο συντάχθηκε βασικά από τον φοιτητή της Νομικής Σχολής Αθηνών Παναγιώτη Τσιάλα, σε συνεργασία με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη και δημοσιεύεται με την ελπίδα ότι μπορεί να χρησιμεύσει στο δημόσιο διάλογο, που έχει ήδη ανοίξει, με αντικείμενο μια πιθανή συνταγματική αναθεώρηση.

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, δεν επιδιώξαμε να διατυπώσουμε ένα νέο εξ αρχής Σύνταγμα ούτε προκρίναμε τη σύνταξη ενός ιδεώδους συνταγματικού χάρτη. Απεναντίας, προτιμήσαμε να πατήσουμε στις διατυπώσεις του ήδη υπάρχοντος συνταγματικού κειμένου και να προβούμε σε ορισμένες (εκτενείς) αλλαγές, σεβόμενοι – όπου κρίθηκε αναγκαίο – την ιδιαιτερότητα της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας και παράδοσης.

Κύρια ανησυχία μας, κατά την επεξεργασία, των διατάξεων του ισχύοντος Συντάγματος ήταν ο φλύαρος χαρακτήρας τους και βασικό εργαλείο για τη διόρθωσή τους αποτέλεσε το ψαλίδι. Πράγματι, οι μακροσκελείς διατυπώσεις και οι (από συνταγματικής άποψης) ασήμαντες διατάξεις κυριαρχούν στο σώμα του ισχύοντος συνταγματικού κειμένου, ώστε ως πρώτη μας προτεραιότητα θεωρήσαμε την απάλειψή τους. Έτσι, το αρχικό μέγεθος του συντάγματος περιορίσθηκε δραστικά (από τις 5.236 λέξεις περιορίσθηκε στις 2.263 λέξεις).

Εκτός, όμως, από την περικοπή πολλών αχρείαστων διατάξεων, προχωρήσαμε επίσης και σε ορισμένες παρεμβάσεις ουσίας στο συνταγματικό κείμενο, εκ των οποίων παραθέτουμε τις πιο σημαντικές:

i. Απαλείφθηκε η συνταγματική διάταξη του άρθρου 25 που όριζε ότι, για να θεσπισθεί ένας οποιοσδήποτε νομοθετικός περιορισμός σε ένα δικαίωμα, θα πρέπει να διατυπώνεται επιφύλαξη νόμου στη διάταξη που το κατοχυρώνει. Η ρύθμιση αυτή ενίσχυε την εσφαλμένη αντίληψη ότι τα δικαιώματα είναι κατ’ αρχήν (εννοιολογικά) απεριόριστα, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να περιορισθούν με νόμο, παρά μόνον αν στο Σύνταγμα περιέχεται επιφύλαξη υπέρ αυτού. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αντίληψη, κάθε νομοθετική επίδραση στο δικαίωμα θεωρείται αντισυνταγματικός περιορισμός δικαιώματος, εκτός αν διατυπώνεται επιφύλαξη νόμου στο οικείο άρθρο. Ορθό είναι, όμως, να θεωρήσουμε ότι ο νόμος δεν αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος αλλά προσδιορισμό του περιεχομένου του, γι’ αυτό και ελέγχεται από τα δικαστήρια κατά πόσον είναι συμβατός με το δικαίωμα ή όχι. Νόμοι που δεν είναι συμβατοί με το περιεχόμενο ενός δικαιώματος είναι αντισυνταγματικοί και φυσικά δεν σώζονται είτε υπάρχει επιφύλαξη νόμου είτε όχι. Ο νόμος, δηλαδή, μπορεί να επιδρά σε ένα δικαίωμα, ανεξαρτήτως της διατύπωσης επιφύλαξης σε αυτό, σε κάθε δε περίπτωση, η συνταγματικότητα του εν λόγω νόμου θα ελεγχθεί από τα δικαστήρια, τα οποία καλούνται να προσδιορίσουν εννοιολογικά το δικαίωμα. Προσπαθώντας να μείνουμε συνεπείς σε αυτή μας τη θέση, εκτός από τη γενική διάταξη του άρθρου 25, απαλείψαμε και πολλές επιφυλάξεις νόμου από τα επί μέρους άρθρα, με στόχο να υπογραμμίσουμε ότι εργαλείο ελέγχου της νομοθετικής παρέμβασης δεν είναι η ύπαρξη επιφύλαξης νόμου στο Σύνταγμα, αλλά ο εννοιολογικός προσδιορισμός που εν τέλει γίνεται με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητάς της.

ii. Απαλείφθηκε από το συνταγματικό κείμενο η ρύθμιση του άρθρου 25, σύμφωνα με την οποία, για να είναι συνταγματικός ένας περιορισμός δικαιώματος θα πρέπει να υπακούει στην αρχή της αναλογικότητας. Πρόκειται περί πεπλανημένης μεθοδολογικής αντίληψης, η οποία αντιλαμβάνεται τα δικαιώματα του ανθρώπου και τους περιορισμούς τους ως ποσοτικά μεγέθη που μπορούν να μετρηθούν με τα σταθμά μιας ζυγαριάς, όπως μετρώνται περίπου τα μήλα και τα λεμόνια. Για μια ακόμα φορά, σκοπός της επέμβασής μας στο συνταγματικό κείμενο ήταν να υπογραμμίσουμε πως μοναδική μέθοδος για τον έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νομοθετικού περιορισμού είναι ο προσεκτικός και στέρεος εννοιολογικός προσδιορισμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, βάσει πειστικών επιχειρημάτων.

iii. Απαλείφθηκαν όλες οι συνταγματικές παραπομπές στα χρηστά ήθη (άρθρα 5 και 13), καθώς επίσης και η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης θεμελιώδους δικαιώματος (άρθρο 25). Τόσο τα χρηστά ήθη, όσο και η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες, μη επαρκώς αποσαφηνισμένες, από τις οποίες δε δύνανται να απορρεύσουν παρά μόνον ερμηνείες που στηρίζουν αθέμιτους περιορισμούς των δικαιωμάτων.

iv. Απαλείφθηκε από το άρθρο 25 η πρόβλεψη της λεγόμενης τριτενέργειας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία δεν έχει κάποια αυτοτελή νομική σημασία. Πράγματι, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το Κράτος περιλαμβάνει οπωσδήποτε και την υποχρέωση του να θεσπίζει κανόνες προστασίας τους από προσβολές ιδιωτών. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία οδηγεί σε άρνηση της ύπαρξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την ίδια την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απορρέει η υποχρέωση του κράτους να θεσπίζει κανόνες προστασίας τους από προσβολές ιδιωτών.

v. Αποκρούστηκε η τεχνική της διατύπωσης ερμηνευτικών δηλώσεων, καθώς δεν αρμόζει σε ένα συνταγματικό κείμενο να περιλαμβάνει τους κανόνες ερμηνείας του.

Όπως ήδη σημειώθηκε, η παρούσα εργασία φιλοδοξεί σαν μια άσκηση να συμβάλει σε ένα διάλογο γύρω από την αναθεώρηση του Συντάγματος. Στο διάλογο αυτό θα ήταν ωφέλιμο να μετάσχουν κυρίως οι φοιτητές της Νομικής αλλά και όλοι εκείνοι που προβληματίζονται για τις βασικές διατάξεις των δικαιωμάτων. Ευπρόσδεκτα, λοιπόν, τα σχόλια, οι παρατηρήσεις, οι προτάσεις.

Για να ανοίξετε το κείμενο της αναθεώρησης πατήστε εδώ.

This entry was posted in Διάλογος and tagged , . Bookmark the permalink.

Leave a comment