Δημήτρης Κυρίτσης: Ξεπερνώντας το πολυπολιτισμικό παράδοξο

 

Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη άποψη η οποία εκφράστηκε πρόσφατα σε μια σειρά από άρθρα, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα παράδοξο που το προκαλεί η συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών κοινοτήτων εντός της επικράτειάς τους. Το παράδοξο αυτό –ας το ονομάσουμε πολυπολιτισμικό- επιτείνει η εισδοχή μεταναστών που έχουν πολύ μικρή εμπειρία της ζωής στη Δύση και φέρνουν μαζί τους τρόπους ζωής και ηθικές αντιλήψεις που συχνά ξενίζουν ή σοκάρουν την πλειοψηφία της κοινωνίας.

Πώς πρέπει να αντιμετωπίσει μια φιλελεύθερη δημοκρατία όπως η δική μας αυτό το φαινόμενο; Εδώ, μας λένε, έγκειται το παράδοξο. Αν αναγνωρίσει στις πολιτιστικές μειονότητες το δικαίωμα να ακολουθήσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, τότε ανοίγει την πόρτα σε πρακτικές που απάδουν προς τις αξίες μιας δυτικής κοινωνίας. Στο μυαλό μας έρχονται τα γνώριμα παραδείγματα της κλειτοριδεκτομής, του λιθοβολισμού ως τιμωρίας της μοιχείας, των εγκλημάτων τιμής. Αν πάλι επιβάλει περιορισμούς για να προστατεύσει αυτές τις αξίες, τότε θα κατηγορηθεί για έλλειψη ανεκτικότητας προς την πολιτιστική ετερότητα.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι το παράδοξο διαιωνίζεται από μια πολιτική ίσων αποστάσεων στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου laissez faire.  Κατ’ αυτούς, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες θα πρέπει να πάρουν με αποφασιστικότητα το μέρος των δυτικών αξιών και να απαιτήσουν από όσους ζητούν να γίνουν μέλη τους να τις ενστερνιστούν. Εδώ, επιμένουν, έτσι ζούμε, αυτά πιστεύουμε, πάνω σε αυτήν την κουλτούρα οικοδομήσαμε τη συμβίωσή μας. Γιατί να κάνει υποχωρήσεις η πλειοψηφία; Την ίδια στιγμή, βέβαια, η μειοψηφία αντιδρά με ανάλογο τρόπο: Πόσο πρέπει να θυσιάσουμε την πολιτιστική ιδιομορφία μας χάριν της κοινωνικής ένταξης; Γιατί να αποδεχθούμε έναν πολιτισμό ξένο προς την ταυτότητά μας;

Αυτή η εικόνα διελκυστίνδας είναι παραπλανητική γιατί παρουσιάζει ως πολιτισμικό ένα ζήτημα που είναι πρωτίστως ηθικοπολιτικό, ζήτημα πολιτικής δικαιοσύνης. Το κορυφαίο κατόρθωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι ακριβώς ότι δεν εξαρτά τον πολιτικό δεσμό από την θρησκευτική ή πολιτιστική ταύτιση. Η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν επιβάλλει ούτε πριμοδοτεί μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία. Παραμένει ουδέτερη σε θέματα κουλτούρας. Θεωρεί ως απαρέκκλιτο όρο της ηθικής της νομιμοποίησης ότι επιτρέπει στον καθένα να ζει σύμφωνα με τις δικές του πεποιθήσεις για το αγαθό. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης είναι αναμφισβήτητα η θρησκεία. Είτε είσαι χριστιανός, είτε μουσουλμάνος, είτε άθεος, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία θεωρείσαι ισότιμος πολίτης. Ασφαλώς, η ελευθερία σου πρέπει συχνά να περιοριστεί προκειμένου να διασφαλιστούν ακριβοδίκαιοι όροι κοινωνικής συμβίωσης για όλους. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει εμφατικά ο John Rawls στο βιβλίο του Political Liberalism, αυτούς τους περιορισμούς μπορεί να τους συμμεριστούν όλοι όσοι ασπάζονται εύλογες (reasonable) κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις, όσοι δηλαδή αναγνωρίζουν ότι σε συνθήκες αξιακού πλουραλισμού κανείς δεν μπορεί να αξιώσει να ασπαστούν οι υπόλοιποι τις ιδέες του. Και τούτο επειδή συνειδητοποιούν ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί σε καθε κοσμοθεωρία ισότιμη ευκαιρία να ανθίσει είναι να προστατευθούν όλες εξίσου. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναγνώριση αναφαίρετων ατομικών δικαιωμάτων έκφρασης, θρησκευτικής ελευθερίας, ιδιωτικής ζωής, και συνάθροισης. Εξασκώντας αυτά τα δικαιώματα, οι πολίτες μόνοι τους ή σε ομάδες μπορούν χωρίς φόβο να ακολουθήσουν την κοσμοθεωρητική αντίληψή τους.

Συνεπώς, στη φιλελεύθερη δημοκρατία ο νικητής –ο ισχυρός, η πλειοψηφία- δεν τα παίρνει όλα, δηλαδή δεν επιβάλλει τη δική του αντίληψη ζωής ως πρότυπο για όλους. Από την άλλη μεριά όμως, δεν επιτρέπεται και στη μειοψηφία να κάνει αυτό που απαγορεύεται στην πλειοψηφία, να επιβάλλει αξίες και τρόπο ζωής. Καμια ομάδα δεν μπορεί να αναγκάζει τα μέλη της να κάνουν κάτι με το οποίο διαφωνούν με σκοπό να προφυλάξει την εσωτερική της συνοχή ή να επιβεβαιώσει τις αξίες της. Πρακτικές βίας, όπως η υποχρέωση κλειτοριδεκτομής, ο λιθοβολισμός για μοιχεία, τα εγκλήματα τιμής, δεν έχουν θέση σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, όχι γιατί ανήκουν σε ένα τρόπο ζωής που δεν αρέσει στην πλειοψηφία, αλλά επειδή στερούν από τα άτομα το δικαίωμα να ζουν σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις για το αγαθό. Με άλλα λόγια παραβιάζουν ένα βασικό αίτημα πολιτικής δικαιοσύνης.

Η αντίληψη που σκιαγραφήθηκε παραπάνω λύνει το πολυπολιτισμικό παράδοξο. Γιατί ξεκινά από την καταστατική αρχή ότι η κουλτούρα μιας κοινωνίας δεν επηρεάζει το τι οφείλουμε και τι δικαιούμαστε ως μέλη της αντίστοιχης πολιτικής κοινότητας, ούτε το τι μπορεί να επιβληθεί από το κράτος. Αυτή η αντίληψη απορρίπτει τη γλώσσα της επιβολής, της αφομοίωσης και του ελάχιστου κοινού (πολιτισμικού) παρονομαστή. Μας καλεί, προτού συρθούμε σε μια ακόμη σύγκρουση πολιτισμών, να δούμε τι αποθέματα μας παρέχουν οι καλύτερες πολιτικές μας παραδόσεις.

This entry was posted in Διάλογος. Bookmark the permalink.

Leave a comment